Πριν από δύο χρόνια, ο 25χρονος ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος του Facebook, Mark Zuckerberg, μιλώντας σε εβδομάδα τεχνολογίας στο Σαν Φρανσίσκο, υποστήριξε ότι η ιδιωτικότητα «δεν είναι πλέον κοινωνική νόρμα». Ή τουλάχιστον δεν είναι μια νόρμα που φαίνεται ότι επιθυμούν να διατηρήσουν τα social media και οι ιντερνετικοί κολοσσοί, όπως φανερώνουν τα περιστατικά παραβίασης της ιδιωτικότητας των χρηστών του Διαδικτύου που βλέπουν ολοένα και πιο συχνά το φως της δημοσιότητας.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι περιπτώσεις του Facebook και της Google, δύο πολύ επιτυχημένων εταιρειών του Διαδικτύου που τα τελευταία χρόνια το όνομα τους έχει συνδεθεί με αρκετά περιστατικά τα οποία αφορούσαν σε προσβολή προσωπικών δεδομένων των χρηστών τους.
Η τελευταία αποκάλυψη της εφημερίδας Wall Street Journal χρεώνει στην Google ότι κατασκόπευε παράνομα τους χρήστες που χρησιμοποιούσαν το Safari, το εργαλείο πλοήγησης της Apple, για να εξερευνήσουν το διαδίκτυο, με απώτερο σκοπό να παρακολουθεί και να καταγράφει τις συνήθειες πλοήγησης εκατομμυρίων χρηστών, ώστε να μπορεί να μπορεί να προσφέρει το κατάλληλο κοινό-στόχο στις διαφημιστικές εταιρείες (στοχευμένη διαφήμιση). Ο browser Safari είναι ένας από τους δημοφιλέστερους browser μεταξύ των χρηστών προϊόντων Apple, ο οποίος παρέχει στους χρήστες του προστασία από την ανεπιθύμητη εγκατάσταση των cookies (φακέλων που δείχνουν τις «επισκέψεις» ενός χρήστη στο Διαδίκτυο στον υπολογιστή του και επιτρέπουν στον ιδιοκτήτη του cookie να γνωρίζει σε ποια site κινήθηκε ο κάθε χρήστης, τι διαφημίσεις είδε κλπ.) στον υπολογιστή του. Η Google όμως, όπως αναφέρει το δημοσίευμα είχε εντελώς παράνομα δημιουργήσει έναν ειδικό κώδικα για υπολογιστές που κορόιδευε τις ρυθμίσεις του Safari και επέτρεπε την εγκατάσταση των cookies και την καταγραφή όλων των κινήσεων και των συνηθειών του χρήστη, σύμφωνα με το δημοσίευμα. Από την πλευρά της, η Google σε ανακοίνωσή της προς την Wall Street Journal, αρνείται ότι παραβίασε την ιδιωτική ζωή των χρηστών, καθώς όπως επισημαίνει «αυτά τα “cookies” δεν συγκεντρώνουν προσωπικές πληροφορίες».
Υπενθυμίζεται ότι τον Μάιο του 2010 η Google είχε βρεθεί και πάλι στο επίκεντρο της δημοσιότητας με αφορμή τη δημοσιοποίηση της παραβίασης προσωπικών δεδομένων από την υπηρεσία της Street View. Τα οχήματα της εταιρείας που τραβούσαν φωτογραφίες προκειμένου να παράσχουν πληροφορίες στο πλαίσιο της υπηρεσίας Google Maps, συνέλεγαν επί σειρά ετών προσωπικά δεδομένα ανυποψίαστων πολιτών, ενώ δεν ήταν λίγοι εκείνοι που υποστήριξαν ότι οι πληροφορίες που παρέχονται στο Google Maps, προσβάλλουν την ιδιωτικότητα των κατοίκων, ενώ παράλληλα θα μπορούσαν να αποτελέσουν «βοήθημα» για τους επίδοξους διαρρήκτες.
Αλλά και το Facebook είχε κατηγορηθεί ότι μοιράζεται πληροφορίες των εγγεγραμμένων χρηστών του με διαφημιστές. Αν και το Facebook δήλωνε στους χρήστες του ότι είχαν την δυνατότητα να διαγράψουν κάθε φωτογραφία ή βίντεό τους που δεν επιθυμούσαν πλέον να είναι διαθέσιμο από την υπηρεσία, κάθε ένα από τα αρχεία διέθετε ένα μοναδικό URL μέσω του οποίου, θεωρητικά, αυτά θα μπορούσαν να επανέλθουν.
«Σε ένα εμπορικό περιβάλλον, για παράδειγμα σε ένα κατάστημα, οι υπάλληλοι του γνώριζαν τι αγόρασες και αν χρησιμοποιούσες πιστωτική κάρτα για την αγορά σου μπορούσαν να συνδέσουν τα στοιχεία της κάρτας με σένα, και αν πλήρωνες μετρητοίς μπορεί να μην γνώριζαν καν ποιος είσαι. Ωστόσο, δεν γνώριζαν όλα τα πράγματα που επέλεγες να πάρεις από το ράφι, εκείνα που επέστρεφες στο ράφι ή κείνα που σκεφτόσουν να αγοράσεις», εξηγεί ο Lorrie Cranor, διευθυντής του CyLab Usable Privacy and Security Laboratory στο Πανεπιστήμιο Carnegie Mellon, μιλώντας στο discoverynews.com. Αντίθετα, στην εποχή του Διαδικτύου δημιουργείται ένα είδος ηλεκτρονικού αρχείου που καταγράφει τις συνήθειες του κάθε χρήστη, τι του αρέσει και τι όχι, όπως δηλώνει ο καθένας μέσα από τα κουμπιά like, στοιχεία τα οποία τα sites μπορούν να πωλούν έναντι διόλου ευκαταφρόνητων ποσών σε διαφημιστικές εταιρείες, οι οποίες με τη σειρά τους εφαρμόζουν την τεχνική της στοχευμένης διαφήμισης.
Αν και τα περισσότερα sites διαθέτουν πολιτική προστασίας των προσωπικών δεδομένων, όπου εξηγούν στους επισκέπτες τους πώς θα χρησιμοποιηθούν τα προσωπικά δεδομένα που συλλέγουν από αυτούς, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν δίνουν ιδιαίτερη προσοχή σε αυτές της «λεπτομέρειες», όπως φανερώνουν τα αποτελέσματα των ερευνών του ινστιτούτου του κ. Cranor, Και μόνο, η ύπαρξη μιας σχετικής πολιτικής για την προστασία των προσωπικών δεδομένων φαίνεται να δημιουργεί μία εσφαλμένη αίσθηση ασφάλειας, ώστε οι χρήστες αυτόματα να υποθέτουν ότι η εμφάνιση και απλώς της λέξης «ιδιωτικότητα» στο ταμπλό ενός site συνεπάγεται εγγενώς την προστασία από τρίτους.
Η Google στο στόχαστρο της Κομισιόν
Η απόφαση της Google να θέσει σε εφαρμογή την νέα πολιτική απορρήτου των υπηρεσιών της την 1 Μαρτίου του τρέχοντος έτους, πυροδότησε νέες αντιδράσεις με εκατομμύρια χρήστες να εκφράζουν την ανησυχία τους για την προστασία των προσωπικών τους δεδομένων και την Κομισιόν να κάνει λόγο για παραβίαση του κοινοτικού Δικαίου.
Σύμφωνα με τα όσα προβλέπει η νέα πολιτική απορρήτου της Google, τα προσωπικά δεδομένα που συλλέγονται από τις παρεχόμενες υπηρεσίες της εταιρείας, μπορούν πλέον να διαμοιράζονται σε όλες τις πλατφόρμες του ιντερνετικού κολοσσού. Η εταιρεία είχε ήδη εξαγγείλει από τον περασμένο Ιανουάριο ότι θα προσπαθήσει να αποκρυσταλλώσει τις περίπου 70 διαφορετικές πολιτικές προστασίας δεδομένων που εφήρμοζε στις υπηρεσίες της, σε ένα ενιαίο κείμενο με καθολική εφαρμογή. Μάλιστα, τότε η εταιρεία υπογράμμισε ότι η επερχόμενη πολιτική θα οδηγούσε τον κάθε χρήστη σε μία απλούστερη, πιο ολοκληρωμένη εμπειρία στον κόσμο της Google, με εξατομικευμένα αποτελέσματα αναζήτησης για τον καθένα.
Ωστόσο, αυτή η τακτική οδηγεί σε μία ακόμα πιο εξατομικευμένη πώληση διαφημίσεων, γεγονός που αναμένεται να ενισχύσει ακόμη περισσότερο το εταιρικό προφίλ της Google, η οποία οφείλει το μεγαλύτερο μέρος των ετήσιων εσόδων της, που ανέρχονται σε 37 δισεκατομμύρια δολάρια, στην πώληση διαδικτυακού διαφημιστικού χώρου. Σημειώνεται ότι το μερίδιο της Google στην συγκεκριμένη διαφημιστική αγορά αναλογεί στο 75% του συνόλου των συνολικών εσόδων παγκοσμίως.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση ζήτησε από την Επιτροπή Πληροφορικής και Ελευθεριών της Γαλλίας (CNIL) να εξετάσει την πολιτική που έθεσε σε ισχύ η Google, η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πράγματι υφίσταται παραβίαση της ευρωπαϊκής οδηγίας για την προστασία προσωπικών δεδομένων(95/46/CE) ενώ εξέφρασε την ανησυχία της για την δια-πλατφορμική ανταλλαγή πληροφοριών.
Η CNIL, με επιστολή στην Google, υπογράμμισε ότι η εταιρεία δεν ενημέρωσε έγκαιρα όλες τις αρμόδιες αρχές σχετικά με τις αλλαγές στην πολιτική απορρήτου της, σημειώνοντας παράλληλα ότι ο μέσος χρήστης αδυνατεί να κατανοήσει σε βάθος τις αλλαγές, καθώς παρέχονται μόνο γενικές πληροφορίες σχετικά με την επίμαχη συλλογή δεδομένων.
Από την πλευρά της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απαντώντας στις προκλήσεις του Διαδικτύου προτείνει τη σφαιρική μεταρρύθμιση των κανόνων περί προστασίας δεδομένων. Η καθιέρωση ενιαίας νομοθεσίας σύμφωνα με την Επιτροπή θα συμβάλει στην τόνωση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών στις online υπηρεσίες, δίδοντας πολύτιμη ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη, την απασχόληση και την καινοτομία στην Ευρώπη. Οι προτάσεις της Επιτροπής επικαιροποιούν και εκσυγχρονίζουν τις αρχές οι οποίες διατυπώνονται στην οδηγία περί προστασίας δεδομένων του 1995.
Στις βασικές αλλαγές που επέρχονται με τη μεταρρύθμιση συγκαταλέγονται οι εξής: Πρώτον, οι πολίτες θα ενημερώνονται με καθαρότητα και σαφήνεια σχετικά με το πώς θα χρησιμοποιηθούν τα προσωπικά τους δεδομένα, υπό την προϋπόθεση πάντα ότι οι ίδιοι έχουν συναινέσει στη συλλογή τους. Δεύτερον, οι πολίτες θα έχουν καλύτερο έλεγχο πάνω στα στοιχεία που τους αφορούν. Παράλληλα, η θέσπιση «δικαιώματος στη λήθη» δίνει το δικαίωμα στους πολίτες να μπορούν να απαλείφουν τα δεδομένα τους, αν δεν επιθυμούν άλλο την επεξεργασία τους.
Ταυτόχρονα, η μεταρρύθμιση αυτή συνεπάγεται πολλαπλά οφέλη και για τις επιχειρήσεις. Πιο συγκεκριμένα, θεσπίζεται ενιαίο πλέγμα κανόνων σχετικά με την προστασία δεδομένων, με ισχύ στο σύνολο της Ε.Ε. Οι επιχειρήσεις θα είναι υποχρεωμένες να έχουν επαφές μόνο με μία ενιαία εθνική αρχή προστασίας δεδομένων στη χώρα της Ε.Ε στην οποία βρίσκεται η κύρια εγκατάστασή τους, έτσι ώστε να μπει τέλος στη γραφειοκρατία που εμπόδιζε την ανάπτυξη νέων επιχειρηματικών προτάσεων στο εν λόγω πεδίο. Τέλος, οι νέοι κανόνες θα προσδώσουν μεγαλύτερη σαφήνεια στον τρόπο που πραγματοποιείται η διεθνής ανταλλαγή δεδομένων. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ότι οι εταιρείες θα είναι σε θέση να πωλούν αγαθά και υπηρεσίες με τους ίδιους κανόνες προστασίας των δεδομένων σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, μια αγορά 500 εκατομμυρίων ανθρώπων, γεγονός που αναμένεται να δώσει μία σημαντική ώθηση στην ευρωπαϊκή επιχειρηματικότητα.
Ηλιάνα Γιαννούλη