Του Στέλιου Παπαθανασόπουλου
Το σοκ που προκάλεσε η τηλεοπτική δημοπρασία στους χαμένους «καναλάρχες» και κυρίως η μετακύλιση της ανασφάλειας που εκ των πραγμάτων έχει επέλθει στους εργαζόμενους τους είναι ένα από τα μεγαλύτερα ζητήματα, ίσως το μεγαλύτερο. Σήμερα όλοι συνομολογούν αυτό που επισημαίναμε ένα χρόνο πριν ότι δηλαδή θα προκληθούν σημαντικά προβλήματα με εκείνα τα κανάλια που είναι σε λειτουργία και δεν θα αδειοδοτηθούν.
Η μεγαλύτερη ειρωνεία είναι ότι δεν κατόρθωσαν να πλειοδοτήσουν στη διαγωνιστική διαδικασία σημαντικά κανάλια, ανάμεσά τους ο Alpha, το πρώτο σε τηλεθέαση κανάλι και το Star ένας από τους πιο σταθερούς πυλώνες της ιδιωτικής τηλεόρασης, και βεβαίως δεν μπορεί να παραβλέψει κανείς το Mega, που έχει συνδέσει τη διαδρομή του με την πορεία της ιδιωτικής τηλεόρασης στην Ελλάδα ή το δυναμικά υποσχόμενο Έψιλον. Από την άλλη πλευρά, είναι πρακτικά αδύνατον οι εργαζόμενοι αυτών των καναλιών να αφομοιωθούν από τα δύο νέα τηλεοπτικά σχήματα, τόσο σε αριθμό, όσο και σε επιλογές εργαζομένων (ήδη θα έχουν τις δικές τους). Τώρα αδειοδοτηθέντες και μη «συζητηθούν» για συνεργασίες, που μπορεί αργότερα να αποβούν σε «λυκοσυμμαχίες» με ότι αυτό συνεπάγεται για τους εργαζομένους.
Έχω ήδη επισημάνει ότι το πρόβλημα των «αποκλεισθέντων» θα μπορούσε να επιλυθεί. Πώς; Αφενός η κυβέρνηση να επανεξετάσει τον αριθμό των τηλεοπτικών αδειών προτάσσοντας επιτέλους το «τηλεοπτικό της σχέδιο». Αφετέρου πρότεινα η ΕΡΤ αντί να μεταδίδει ξένα κανάλια από τις συχνότητές της «άνευ τιμήματος», να τις μισθώσει σε ενδιαφερόμενα «πρώην» και μη αδειοδοτηθέντα κανάλια. Κάποιοι θα αντιδράσουν: να συνεργαστεί η ΕΡΤ με ιδιωτικά κανάλια; Ύβρις!
Η συνεργασία όμως με τον ιδιωτικό τομέα πρώτα από όλα δεν αποτελεί όνειδος –το μεγαλύτερο μέρος των παραγωγών της ΕΡΤ είναι άλλωστε εξωτερικές παραγωγές, δηλαδή ιδιωτικές. Αλλά όσο και να φαίνεται περίεργο, η ΕΡΤ το έχει ξανακάνει στο παρελθόν. Μέχρι πρόσφατα, αν δεν συνεχίζει ακόμη και σήμερα να το κάνει, μίσθωνε δύο από τις διαθέσιμες συχνότητές της για τη συνδρομητική τηλεόραση της Nova (τότε Filment). Η συμφωνία αυτή ήταν επικερδής για τα οικονομικά του δημόσιου φορέα.
Σήμερα η ΕΡΤ έχει στη διάθεσή της συχνότητες τις οποίες στην πράξη δεν τις εκμεταλλεύεται. Αντ’ αυτού μέσα από αυτές αναμεταδίδει ξένα διεθνή κανάλια -BBC World, TV5 Europe, Deutsche Welle. Αν αφήσουμε κατά μέρος τη συχνότητα του ΡΙΚ για πολλούς λόγους, η ΕΡΤ έχει εν πολλοίς 3 διαθέσιμες πανελλαδικής εμβέλειας συχνότητες ανεκμετάλλευτες, κι από ότι καταλαβαίνω μάλλον σε κάποιο κόστος. Κι αυτό γιατί κάποιοι «φωστήρες» τη Δευτέρα της 19ης Μαρτίου 2012 αποφάσισαν να διακόψουν τα προγράμματα των ψηφιακών καναλιών «Σινέ+», «Σπόρ+» και «Πρίσμα+» του «ψηφιακού μπουκέτου» της ΕΡΤ και να τα αντικαταστήσουν με αυτά των προαναφερόμενων.
Εκμισθώνοντας τις διαθέσιμες συχνότητες, θα δοθεί η δυνατότητα συνέχισης της λειτουργίας των ιδιωτικών καναλιών, αν βεβαίως το επιθυμούν και οι ιδιοκτήτες τους, προσφέροντας μια ηρεμία και διέξοδο στην αγορά και στους εργαζομένους τους. Τα δε μισθώματα είναι βέβαιο ότι θα συμβάλλουν τα μέγιστα στα οικονομικά της δημόσιας τηλεόρασης, καθώς τα 3 ευρώ το μήνα που πληρώνουμε για το πάγιο της ΕΡΤ αφενός δεν αρκούν για την υποτυπώδη λειτουργία του φορέα, και αφετέρου στην εποχή της παρατεταμένης κρίσης είναι αδύνατο να αυξηθούν.
Ο δε διαγωνισμός μπορεί να γίνει με ανοικτές και διαφανείς διαδικασίες, ενώ παράλληλα λόγω πιθανής αντίδρασης των «νέων αδειούχων» να γίνει μια αναδιάρθρωση των ποσών που «πόνταραν», καθώς θα λειτουργούν πλέον περισσότερα κανάλια. Κάτι τέτοιο σηματοδοτεί μια σειρά διορθωτικών κινήσεων που θα συμβάλλουν στην εύρυθμη λειτουργία του πεδίου, καθώς και περισσότερα έσοδα για το κράτος. Όλα αυτά μπορούν να πραγματοποιηθούν άνετα στο επόμενο καθοριστικό τρίμηνο. Οι μεγάλες αλλαγές για να έχουν διάρκεια χρειάζονται ευελιξία, σύνεση, συναίνεση κι οραματική πολιτική…
Δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ, 10-11 Σεπτεμβρίου 2016