Του Στέλιου Παπαθανασόπουλου
Η αποχώρηση Καλογρίτσα αποτελεί ένα ακόμη επεισόδιο στη σαπουνόπερα των τηλεοπτικών αδειών. Μέχρι το επόμενο επεισόδιο χιλιάδες λέξεις θα γραφτούν στις εφημερίδες και τις ιστοσελίδες, κι ακόμη περισσότερα θα ειπωθούν στα καφενεία και στα τηλεοπτικά πάνελ. Πρόκειται για ένα σήριαλ με υψηλή απήχηση (δεν είναι τυχαίο ότι πρωταγωνιστεί στα δελτία ειδήσεων ακόμη και την μέρα που πέρασαν έξι ΔΕΚΟ στο Υπερταμείο), αφού κατορθώνει να «προκαλεί» τον κόσμο της επικοινωνίας, κυρίως της τηλεόρασης με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Για να το πούμε απλά: Ζούμε σε μια χώρα που στις περισσότερες περιπτώσεις ψηφίζονται νόμοι οι οποίοι δημιουργούν περισσότερα προβλήματα από αυτά που λογικά θα επέλυαν. Αποτέλεσμα οι προσπάθειες σε βάθος χρόνου να αποτυγχάνουν παρά το γεγονός ότι στις περισσότερες περιπτώσεις οι προθέσεις των αρμοδίων ήταν καλές. Και αυτό διότι αρχικός στόχος ήταν να αντιμετωπίσουν ζητήματα που κάποιοι άλλοι όφειλαν να τα έχουν επιλύσει χρόνια πριν.
Η περίπτωση των τηλεοπτικών αδειών δεν αποτελεί εξαίρεση αυτής της παθογένειας της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Από την αρχή σχεδόν το ζήτημα των αδειών αντιμετωπίστηκε κυρίως με πολιτικά κριτήρια μια και έγινε παντιέρα-πρόσχημα στον αγώνα μιας διαπλοκής που, όπως το ταγκό, θέλει δυο. Για την ώρα στην «…πίστα» βρίσκεται μόνο ο ένας χορευτής κι αυτός δεν είναι άλλος από τους καναλάρχες. Αν πράγματι θα ήθελε να βάλει τάξη σε αυτό το άναρχο τοπίο τα βήματα που έπρεπε να ακολουθήσει ήταν απλά και δεδομένα. Ώστε να μην υπάρχουν ούτε κραυγές, ούτε και ψίθυροι. Κι εξηγούμαι: Όπως έχω επισημάνει κι άλλες φορές, δεν υπήρχε επικαιροποίηση του χάρτη των συχνοτήτων (που από μόνο του είναι τεράστιο ζήτημα με εθνικές διαστάσεις), δεν έγινε αξιόπιστη οικονομοτεχνική μελέτη για τον αριθμό των καναλιών, δεν υπήρξαν κριτήρια όπου θα αξιολογούνταν οι «υπερθεματιστές», δεν υπήρχε εν ολίγοις «τηλεοπτικό σχέδιο» για να μην αναφέρουμε τα όσα κωμικοτραγικά διαδραματίστηκαν την τελευταία εβδομάδα.
Ακόμη χειρότερα υπήρξε εμφανής σπουδή για ένα θέμα που έχει παραμείνει σε κατάσταση διαρκούς εκκρεμότητας για 27 χρόνια. Δεν έχει δοθεί ούτε μια πειστική απάντηση στο γιατί δεν περίμεναν την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικά με τις αρμοδιότητες του ΕΣΡ, έστω κι αν η κυβέρνηση θεωρούσε ότι είχε δίκιο. Ένας ή δύο μήνες παραπάνω δεν θα προκαλούσαν τα «δημοκρατικά αισθήματα» κι ούτε θα έφερνε την τηλεοπτική συντέλεια. Εξάλλου με τις καθυστερήσεις που υπάρχουν ακόμη και τώρα (εάν δεν προκύψουν κι άλλες) το χρονοδιάγραμμα έχει πέσει έξω.
Πέραν όμως όλων αυτών αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι ο χρονισμός της παρέμβασης. Το τηλεοπτικό πεδίο, όπως κι όλα τα άλλα μέσα επικοινωνίας, βιώνουν τη χειρότερη περίοδο της ιστορίας τους. Η παρατεταμένη κρίση έχει στεγνώσει την αγορά και κατ’ επέκταση τη διαφημιστική επένδυση, που αποτελεί στην πράξη το DNA των σύγχρονων μέσων. Ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος σε ένα πεδίο που βρίσκεται σε φάση μαρασμού, να δρομολογηθούν πρωτοβουλίες οι οποίες στην πράξη επιταχύνουν την αποσύνθεσή του καταστρέφοντας τη δομή και τη λειτουργία του, αυξάνοντας ακόμη περισσότερο τον ήδη διογκωμένο στρατό ανεργίας στο χώρο των μέσων ενημέρωσης, των δημοσιογράφων, τεχνικών κι όσων απασχολούνται στο πεδίο;
Τέλος, αλλά όχι τελευταίο σε σημασία: Κάποιοι ισχυρίζονται ότι με το νόμο, τα αδειοδοτηθέντα κανάλια θα έχουν προσωπικό τουλάχιστον 400 εργαζόμενους. Ήδη χάνουν την εργασία τους πολλοί περισσότεροι, μια και οι αριθμοί λένε πάντα την αλήθεια. Όπως αλήθεια είναι ότι κανείς δεν γνωρίζει το με τι μισθούς θα εργάζονται στα αδειοδοτηθέντα κανάλια καθώς ως γνωστόν δεν υπάρχουν πλέον Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας. Και το κυριότερο όποιος έχει αντιρρήσεις, ο ήδη στρατός των ανέργων περιμένει απέξω…
Δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ 01/10/2016