Του Στέλιου Παπαθανασόπουλου
Όλα δείχνουν ότι η πολύφερνη… συναίνεση (έστω και με αστερίσκους) για τις τηλεοπτικές άδειες και το ΕΣΡ είναι πλέον στην τελική ευθεία. Αυτό δεν σημαίνει ότι μέχρι οι «αντιμαχόμενοι να συμφωνήσουν οριστικά» δεν θα πρέπει να γίνουν πρώτα κάποια βήματα πριν την απονομή των αδειών, έτσι ώστε να μην δημιουργούνται ψίθυροι που οδηγούν σε κραυγές με αποτέλεσμα οι σταθμοί να συνεχίζουν να λειτουργούν σε ένα καθεστώς ημι-νομιμότητας και διαρκούς εκκρεμότητας. Αφού επαφίεται στο Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης η απονομή έστω και μέσω της σύμφωνης γνώμης του των τηλεοπτικών αδειών, η πρώτη ενέργεια που πρέπει να κάνει αυτό είναι να ζητήσει από την Εθνική Αρχή Τηλεπικοινωνιών και ταχυδρομείων να επικαιροποίησει τον «Χάρτη των Συχνοτήτων» με γνώμονα τις τελευταίες εξελίξεις στο χώρο της τεχνολογίας σε συνδυασμό με τις τυχόν υποχρεώσεις που απορρέουν για την Ελλάδα για την απονομή του αποκαλούμενου «Ψηφιακού Μερίσματος» όπως ορίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και πρόκειται να δοθούν για εμπορική χρήση, κυρίως για την κινητή τηλεφωνία.
Έχοντας έτσι μια πλήρη εικόνα σχετικά με το πόσοι εθνικής, περιφερειακής και τοπικής εμβέλειας τηλεοπτικοί (και ραδιοφωνικοί) σταθμοί μπορούν να φιλοξενηθούν στις ερτζιανές συχνότητες (που παραμένουν δημόσια περιουσία) θα πρέπει να ζητήσει από έναν ανεξάρτητο φορέα να προβεί σε μια μελέτη οικονομικής σκοπιμότητας σχετικά με τον αριθμό των σταθμών που μπορούν να επιβιώσουν στην ελληνική αγορά.
Το τρίτο βήμα που θα πρέπει να κάνει το ΕΣΡ είναι να θέσει σε διαβούλευση με τα κόμματα, τους ενδιαφερόμενους φορείς και πολίτες τα αποτελέσματα και τις προτάσεις των δύο μελετών και μέσα από αυτήν να καταλήξει ως προς τον αριθμό των αδειών. Ένα από τα βασικά ερωτήματα είναι εάν θα πρέπει οι άδειες να απονεμηθούν μέσα από μια διαγωνιστική διαδικασία ή εάν θα πρέπει να πάει διαμέσου μιας αδειοδοτικής διαδικασίας, βάσει αντικειμενικών και διαφανών κριτηρίων, έναντι ενός τιμήματος, ενιαίου για όλους τους παρόχους, υφιστάμενους και νέους, και ενός περιοδικού τέλους χρήσης του φάσματος, όπως προτείνει η αντιπολίτευση.
Ταυτόχρονα, το ΕΣΡ θα πρέπει να θέσει τα πιθανά κριτήρια, ενδεχομένως διάμεσου μιας παράλληλης ή και της ίδιας διαβούλευσης. Για παράδειγμα, δεν θα πρέπει να προβλεφθεί κάποια μοριοδότηση όσον αφορά στην παλαιότητα και εμπειρία μιας επιχείρησης; Η πρόσφατη εμπειρία κατέδειξε αυτό που επισημαίναμε εδώ και ενάμιση χρόνο: Μια επιχείρηση που έχει επενδύσει τα τελευταία 20-25 χρόνια στο ελληνικό τηλεοπτικό πεδίο και εργοδοτεί εκατοντάδες ανθρώπους δεν πρέπει να τίθεται στην ίδια μοίρα με τυχόν αλεξιπτωτιστές. Ακόμη, η δεκαετής χρονική διάρκεια των αδειών που πρότεινε ο νόμος 4339 είναι μάλλον μεγάλο χρονικό διάστημα. Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι η μισή και η ανανέωσή της, όταν ένα κανάλι τηρεί τις προϋποθέσεις τεχνικής και προγραμματικής πληρότητας, να γίνεται σχεδόν αυτόματα. Δεν θα πρέπει οι ενδιαφερόμενοι να καταθέτουν στον φάκελό τους την προγραμματική τους πρόταση για το κανάλι για το οποίο θέλουν να πάρουν την «πολυπόθητη» άδεια;
Προφανώς, τόσο η διαβούλευση, όσο και η όλη διαδικασία δεν θα πρέπει να λάβουν υπέρμετρη χρονική διάρκεια, αλλά δεν μπορούν και να ολοκληρωθούν μέσα σε ένα μήνα. Το θετικό στοιχείο είναι ότι μέσα από τη «θορυβώδη» διαδικασία απονομής των αδειών που δρομολόγησε η κυβέρνηση, οι συνθήκες έχουν πλέον ωριμάσει κι όλοι, κόμματα, κανάλια, εργαζόμενοι, είναι έτοιμοι να διαβούν το «Ρουβίκωνα της αδειοδότησης», με κυρίαρχο όχι πλέον τα πρόσωπα αλλά τα βήματα που πρέπει να γίνουν στο δρόμο για την πρώτη αδειοδότηση των καναλιών και με το…Νόμο.
Δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ, 6/11/2016