Οδικός Χάρτης για το Υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης

Του Στέλιου Παπαθανασόπουλου

 

Η σύσταση ενός υπουργείου που καλύπτει το ευρύτερο επικοινωνιακό πεδίο είναι κομβικής σημασίας για μια χώρα που δεν θέλει να χάσει μια ακόμη «επανάσταση». Με άλλα λόγια, η σύσταση του Υπουργείου Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης είναι προς τη σωστή κατεύθυνση και θα συμβάλλει στη σύγχρονη αντιμετώπιση του επικοινωνιακού πεδίου που στην εποχή της ψηφιοποίησης και της σύγκλισης των μέσων πρέπει να αντιμετωπίζεται σφαιρικά κι όχι αποσπασματικά όπως είχαμε συνηθίσει στην αναλογική εποχή.

 

Προσωπικά έχω «υπερθεματίσει» στη σύσταση ενός τέτοιου υπουργείου από το 2004 όταν καταργήθηκε το απαρχαιωμένο για την εποχή Υπουργείο και ΜΜΕ και οι αρμοδιότητες των δύο Γενικών Γραμματειών Επικοινωνίας και Ενημέρωσης ανατέθηκαν στον τότε υπουργό Επικρατείας. Την πρόταση για τη σύσταση ενός «υπουργείου Επικοινωνιών» την επανέλαβα τόσο το 2005 στο βιβλίο μου «Η Τηλεόραση στον 21ο αιώνα» (Καστανιώτης), όσο και με την ανάληψη της κυβέρνησης από το ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ (ΝΕΑ, 28/2/2015).

 

Στη μεταπολίτευση με το νομοθετικό διάταγμα 216/74, η Γενική Γραμματεία Τύπου και Πληροφοριών υπάγεται στο Υπουργείο Προεδρίας Κυβερνήσεως έως το 1994. Μετά συγκροτείται σε Υπουργείο Τύπου και ΜΜΕ και με το νόμο 3242/2004. Οι αρμοδιότητες του υπουργού Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης μεταφέρονται στον πρωθυπουργό και συνιστώνται δύο Γενικές Γραμματείες: η Γενική Γραμματεία Επικοινωνίας και η Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης, στις οποίες περιέρχονται οι αρμοδιότητες του Υπουργείου Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης.

 

Οι αρμοδιότητες του πρωθυπουργού εκχωρούνται στον υπουργό Επικρατείας. Με το νόμο 3734/2009 υπάγονται στο Υπουργείο Εσωτερικών, ενώ με το προεδρικό διάταγμα 189/2009 μεταφέρονται στον πρωθυπουργό. Με το προεδρικό διάταγμα 96/2010 μεταφέρονται στο Υπουργείο Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης. Το 2011 μεταφέρονται και πάλι στον πρωθυπουργό. Με το προεδρικό διάταγμα 73/2011 η Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης μετονομάζεται σε Γενική Γραμματεία Μέσων Ενημέρωσης ενώ η Γενική Γραμματεία Επικοινωνίας σε Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης και Επικοινωνίας και ανακατανέμονται οι υπαγόμενες υπηρεσίες. Με το προεδρικό διάταγμα 102/2014 μετονομάζονται σε Γραμματεία Ενημέρωσης και Γενική Γραμματεία Επικοινωνίας και Προβολής. Οι δύο Γραμματείες ανήκαν την εποπτεία του  Πρωθυπουργού, αλλά ουσιαστικά στον Υπουργό Επικρατείας. Με το Προεδρικό Διάταγμα 123/2016 συστήνεται το Υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης που συγκροτείται από: α) τη Γενική Γραμματεία Ψηφιακής Πολιτικής β) τη Γενική Γραμματεία Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων του Υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων και γ) τη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης και Επικοινωνίας.

 

Η σύσταση ενός υπουργείου που καλύπτει το ευρύτερο επικοινωνιακό πεδίο είναι κομβικής σημασίας για μια χώρα που δεν θέλει να χάσει μια ακόμη «επανάσταση». Αντιλαμβάνεται άμεσα κανείς ότι (κι ευελπιστώ ότι αυτό έχει γίνει κατανοητό από τους κυβερνώντες) ένα τέτοιο υπουργείο,  λόγω της εμβέλειας και ιδιαιτερότητάς του, δεν πρέπει να λειτουργεί με γνώμονα μια νοοτροπία που το εντάσσει στο επίπεδο μιας γενικής γραμματείας.

 

Το Υπουργείο και ο Υπουργός δεν θα πρέπει να μπαίνει στη λογική της «μικροπολιτικής» (για αυτό δεν πρέπει να εδρεύει στο Μαξίμου),  αλλά να ασχολείται και να παρακολουθεί τις εξελίξεις στα δρώμενα του πεδίου και να προσανατολίζεται στη χάραξη και υλοποίηση της εθνικής επικοινωνιακής στρατηγικής. Και στο σημερινό ιδιαίτερα δύσκολο και πολυσύνθετο κόσμο μας, η χάραξη και κυρίως  η εφαρμογή μιας τέτοιας στρατηγικής δεν είναι εύκολο εγχείρημα.  Ενώ στην Ευρωπαϊκή Ένωση το βάρος έχει δοθεί στη «Ψηφιακή Ατζέντα», εμείς δεν έχουμε καν καταρτίσει τη «Λίστα των γεγονότων μείζονος σημασίας» με αποτέλεσμα, για παράδειγμα, να βλέπουμε τον «Τελικό του Κυπέλλου Ελλάδος» σε απευθείας σύνδεση μόνον από τη συνδρομητική τηλεόραση, κι έτσι όπως πάμε σε λίγο θα βλέπουμε από τα συνδρομητικά κανάλια και τους αγώνες των Εθνικών ομάδων μπάσκετ και ποδοσφαίρου.

 

Ο κατακερματισμός αυτός έχει παίξει το ρόλο του και στην «παράνοια» της διαρκούς εκκρεμότητας των τηλεοπτικών αδειών, αφού για τουλάχιστον μια δεκαετία προκρινόταν ότι στην εποχή της σύγκλισης είναι πιο «ορθολογικό» και πολιτικά πιο «αποδοτικό» οι τηλεπικοινωνίες, το ερτζιανό φάσμα και το διαδίκτυο να συμβαδίζουν περισσότερο με τις συγκοινωνίες και τις μεταφορές και λιγότερο με τα μέσα επικοινωνίας! Ακόμη και σήμερα δεν έχει επικαιροποιηθεί ο «Χάρτης των Συχνοτήτων» που είναι αναγκαίος όχι μόνον για τις τηλεοπτικές άδειες, αλλά και απαραίτητος να διευθετηθούν διάφορα προβλήματα που προκύπτουν τόσο από την εμπορική χρήση του «Ψηφιακού Μερίσματος», όσο και από την αλληλοεπικάλυψη των συχνοτήτων με τις γειτονικές χώρες (δεν θα είναι άλλωστε η πρώτη φορά που θα κινδυνέψουμε να χάσουμε συχνότητες). Καθώς ακόμη μιλάμε για τις άδειες στις επίγειες συχνότητες, βάζουμε φόρο στη συνδρομητική ενώ  τηλεοπτικοί πάροχοι που δραστηριοποιούνται αποκλειστικά στο διαδίκτυο (π.χ., Netflix) δεν έχουν καμία υποχρέωση. Το διαδικτυακό μητρώο μέσων είναι μια πολιτική πρωτοβουλία (με ό,τι λάθη έχει) που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί σε επίπεδο μιας Γραμματείας ή ενός υπο-τομέα ενός υπουργείου.

 

Καθώς στην εποχή της σύγκλισης των μέσων βαδίζουμε σε εν πολλοίς νέες και ανεξερεύνητες περιοχές είναι αναγκαίο να αντιμετωπίσουμε σε αυτή τη χώρα σφαιρικά πια τον τομέα της επικοινωνίας. Μεγάλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως η Βρετανία και η Ιταλία έχουν εδώ και χρόνια υιοθετήσει τη λογική της σύγκλισης στην εποπτεία του επικοινωνιακού τους πεδίου. Η Ελλάδα εκ των πραγμάτων καλείται να δρομολογήσει νέες πολιτικές, να χαράξει τους κανόνες του νέου επικοινωνιακού περιβάλλοντος, έχοντας γνώμονα την προάσπιση και προβολή της πολιτιστικής της ιδιαιτερότητας και τα συμφέροντα των πολιτών της. Η σύσταση του νέου Υπουργείου είναι σωστή, αρκεί η πολιτική του να βαδίζει με γνώμονα τη σύνεση, τη συναίνεση και την οραματική πολιτική. Όμως, όπως έχει αναφερθεί στον Τύπο, το γεγονός ότι το νέο υπουργείο δεν διαθέτει  προϋπολογισμό δεν είναι καλός οιωνός, αφού όχι μόνον δεν θα είναι σε θέση να προωθήσει τις δράσεις της ψηφιακής τεχνολογίας στο ελληνικό Δημόσιο, αλλά ούτε θα διαθέτει πόρους για την υλοποίηση της πολιτικής του.  Η πρόσφατη εμπειρία των αδειών συνιστά ότι οι κυβερνώντες πρέπει να είναι πιο προσεκτικοί. Διότι διαφορετικά θα μείνουμε στο γνωστό ότι «ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος από καλές προθέσεις…»