Του Στέλιου Παπαθανασόπουλου
Το 2016 ήταν κυριολεκτικά δίσεκτο για όλα τα ελληνικά ΜΜΕ, και ιδίως για τους εργαζόμενους σε αυτά, αφού βιώνουν πλέον με το χειρότερο τρόπο τις συνέπειες της επταετούς και από ότι φαίνεται σπειροειδούς οικονομικής κρίσης που στην πράξη είναι αποτέλεσμα του ανορθολογισμού, της πολιτικοποίησης και του μεταπρατικού χαρακτήρα που χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία.
Στην πράξη το 2016 ήταν η χρονιά των τηλεοπτικών αδειών, καθώς στη μεγαλύτερη διάρκεια του τα μέσα ενημέρωσης, ο πολιτικός κόσμος, οι εν δυνάμει ενδιαφερόμενοι επενδυτές κι εν τέλει τα δικαστήρια και ο νομικός κόσμος ασχολήθηκαν με τις άδειες. Ωστόσο, ήταν ένα ακόμη έτος που επιβεβαίωσε τη διαρκή εκκρεμότητα στο χώρο των μέσων επικοινωνίας.
Δεν ξέρω (κι ούτε με ενδιαφέρει), εάν το 2017 θα είναι εκλογικό, λόγω των αναμενόμενων πολιτικών εξελίξεων, αλλά είναι βέβαιο ότι το δίσεκτο 2016 έχει δυστυχώς θέσει τις «βάσεις» για ένα ακόμη χειρότερο 2017, το οποίο προμηνύεται να είναι εκρηκτικό και περιπετειώδες για το μέλλον του επικοινωνιακού πεδίου της χώρας.
Η συνεχιζόμενη, χωρίς διέξοδο, οικονομική κρίση σε συνδυασμό με την οικονομική στενότητα και τους συναφείς περιορισμούς έχουν κατακρημνίσει την ήδη χειμαζόμενη διαφημιστική δαπάνη, πηγή οξυγόνου των μέσων ενημέρωσης κι όχι μόνον. Η πολιτική αστάθεια και ο βερμπαλισμός, οι συνεχείς παλινωδίες και η γενικότερη οικονομική ανασφάλεια έχουν δυστυχώς συμβάλλει στη σημαντική μείωση της αγοραστικής δύναμης των Ελλήνων καταναλωτών, με αποτέλεσμα η αγορά να έχει πλέον στεγνώσει. Η δραματική κατάσταση απεικονίζεται στο ότι ουδείς γνωρίζει τα μεγέθη της διαφημιστικής δαπάνης, τουλάχιστον της τεκμαρτής, όπως γνωρίζαμε στο παρελθόν. Προφανώς, εάν δεν «πάρει μπροστά» η οικονομία σε λίγο καιρό δεν θα έχουμε ούτε Μέσα Ενημέρωσης που να στηρίζονται σε διαφήμιση, κι ούτε αγορά που θα θέλει να διαφημιστεί, καθώς δεν θα υπάρχει, αλλά κι ούτε καταναλωτές να έχουν διαθέσιμο εισόδημα για να γίνουν συνδρομητές!
Καθώς συνεχίζεται η βύθιση της ελληνικής αγοράς, είναι αμφίβολο πλέον, εάν η κατάσταση συνεχιστεί ως έχει, εάν θα μπορέσει να διατηρηθεί ανέπαφος ο αριθμός των ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών (άρα η όλη αντιπαλότητα για τον αριθμό των αδειών θα είναι ανεδαφική), εφημερίδων και περιοδικών, και γιατί όχι και των διαφόρων συναφών ψηφιακών μέσων στο διαδίκτυο (συγκέντρωση δεν καταγράφεται μόνον στα παραδοσιακά μέσα, κοιτάξτε λίγο τους αναδυόμενους μαικήνες των ψηφιακών μέσων!). Στο χώρο των παραδοσιακών μέσων δεν υπάρχουν πλέον «εύρωστα μαγαζιά» στο χώρο της επικοινωνίας, κι αυτά που κάποτε λογίζονταν έτσι, αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους. Ακόμη χειρότερα, ο γενναίος κόσμος των νέων μέσων αναδύεται το ίδιο (ή και χειρότερος) κακοπληρωτής με τον παλαιό, παραδοσιακό!
Μπορεί όμως αυτό να συνεχιστεί; Που θα οδηγήσει αυτή η κατάσταση; Δυστυχώς το ερώτημα το θέτω κάθε χρόνο τέτοια εποχή. Και κάθε χρόνο σημειώνω ότι οι οιωνοί δεν είναι ευνοϊκοί. Δυστυχώς νέες εκδοτικές προσπάθειες αποτυγχάνουν να διατηρηθούν, ενώ πολλές «εν ζωή» εφημερίδες μετά δυσκολίας συντηρούν την έκδοσή τους. Δεν είναι άλλωστε λίγοι εκείνοι που προμηνύουν το «τέλος των εφημερίδων» και τις θεωρούν ως είδος καταδικασμένο, όπως οι δεινόσαυροι, προς εξαφάνιση στην εποχή των ψηφιακών μέσων. Καλό όμως θα ήταν να αναλογιστούν, όπως και με την περίπτωση της τηλεόρασης, τι είδους ενημέρωση θα υπήρχε εάν δεν υπήρχαν οι εφημερίδες και οι δημοσιογραφικοί οργανισμοί που τις εκδίδουν.
Στο τηλεοπτικό πεδίο, ουδείς γνωρίζει τι θα γίνει τελικά με το θέμα των τηλεοπτικών αδειών, έστω κι όταν καθαρογραφθεί η απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας. Έχω κουραστεί να γράφω ότι χρειάζεται επικαιροποίηση του «Χάρτη των Συχνοτήτων», εις ώρα μη ακουόντων; Η τεχνολογία αφενός έχει αλλάξει, καθώς και οι διεθνείς συνθήκες. Για παράδειγμα οι συχνότητες στα 700 ΜHz το 2020 παραχωρούνται με βάση την Ευρωπαϊκή Ένωση στην κινητή τηλεφωνία. Άρα, έπρεπε ήδη να είχε ζητηθεί η επικαιροποποίηση του Χάρτη.
Είναι πλέον βέβαιο ότι στη χώρα μας πάσχουμε από την αποκαλούμενη «οικολογική πλάνη», δηλαδή, βλέπουμε το δένδρο και χάνουμε το δάσος. Όσοι με ενδόμυχη χαιρεκακία πανηγυρίζουν την πτώση ενός μεγάλου μέσου ή φορέα, λησμονούν ότι είναι πολύ εύκολο η πτώση του να προκαλέσει το φαινόμενο της χιονοστιβάδας σε όλο τα φάσμα του πεδίου, συμπαρασύροντας κι άλλα ΜΜΕ, μεγάλα ή μικρά ακόμη και διαφημιστικές εταιρίες (όσες απέμειναν) και τηλεπικοινωνιακούς φορείς.
Όσοι σνόμπαραν, επειδή είναι αδαείς, τη λογική και έννοια της βιβλιοθήκης προγράμματος ενός τηλεοπτικού σταθμού, κι αναρωτιόνταν πώς οι τράπεζες έδωσαν δάνεια, η περίπτωση του Mega κατέδειξε το μέγεθος της ασχετοσύνης τους. Το ίδιο λένε και για τις εφημερίδες και λοιδορούν όσους λένε ότι δεν πρέπει να υποστηριχτούν στην εποχή του Διαδικτύου. Αν διαβάσουν καμιά μελέτη για το τι γίνεται στην Ευρώπη, μάλλον δεν θα ισχυρίζονται το ίδιο.
Το 2016 συνέβη και κάτι άλλο σημαντικό. Αποδείχτηκε ότι η ανάπτυξη δεν θα έρθει από ξένους επενδυτές. Ουδείς ασχολήθηκε με τις τηλεοπτικές άδειες, όχι γιατί πίστευαν ότι θα ακυρωθούν, αλλά γιατί απλά δεν ενδιαφέρονταν. Για μια ακόμη φορά, το πρόβλημα έγκειται στο ότι, όπως και σε άλλους τομείς της οικονομίας, το περιβάλλον είναι αρνητικό για επενδύσεις, και κυρίως ευνοϊκό για αποεπένδυση. Ακόμη χειρότερα, οι ξένοι επενδύουν μόνο σε χώρες όπου καταγράφεται κινητικότητα. Κι η τελευταία συνήθως οφείλεται σε πρώτη φάση τουλάχιστον στους εγχώριους φορείς και επενδυτές. Κι έτσι οδηγούμαστε και πάλι στη λογική του «Αυγού του Κολόμβου». Αναλογιστείτε για παράδειγμα την περίπτωση της τηλεοπτικής παραγωγής. Με συνεχιζόμενη την οικονομική κρίση και τους προϋπολογισμούς «σφικτούς» είναι βέβαιο ότι θα ενισχυθούν τα αρνητικά αποτελέσματα όσον αφορά στην ποιότητα του προσφερόμενου προγράμματος.
Θέλουμε να είμαστε αισιόδοξοι, αλλά οι ενδείξεις συνηγορούν το αντίθετο. Κι αυτό που προβληματίζει περισσότερο είναι ότι τα ελληνικά ΜΜΕ καλούνται να αντιμετωπίσουν όχι μόνον τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης, αλλά και τις αλλαγές που συντελούνται στο ευρύτερο πεδίο με την έλευση και την ευρύτερη χρήση των νέων τεχνολογιών, τη σύγκλιση και την ψηφιοποίηση των μέσων επικοινωνίας. Η κατάσταση μπορεί μάλιστα να γίνει ασφυκτική για το εγχώριο πεδίο εάν αναλογιστεί κανείς ότι πλέον δεν υπάρχουν «λεφτά» ούτε άλλοθι.
Δυστυχώς μέσα σε τρεις δεκαετίες, τα ελληνικά μέσα επικοινωνίας και ενημέρωσης περιήλθαν από μια φάση άκριτου ενθουσιασμού, ίσως και αθωότητας, σε μια φάση έντονου κορεσμού και απαισιοδοξίας. Ας ελπίσουμε ότι το 2017 θα διαψεύσει όλες τις Κασσάνδρες.