του Αχιλλέα Καραδημητρίου
Mε την εξάπλωση των Μέσων κοινωνικής δικτύωσης η δημοσιογραφία έστρεψε την προσοχή της στους χρήστες των νέων Μέσων επικοινωνίας. Έτσι, δεν είναι τυχαίο ότι δεκατρία χρόνια μετά την εμφάνιση της πρώτης και δημοφιλέστερης πλατφόρμας κοινωνικής δικτύωσης – και πιο συγκεκριμένα του Facebook (2004) – όλο και περισσότεροι χρήστες του διαδικτύου σε πολλές χώρες του κόσμου θεωρούν τα κοινωνικά δίκτυα ως (βασική) πηγή ειδήσεων (Newman et al., 2016).[1] Η τάση αυτή εκδηλώνεται σε μια κοινωνία της πληροφορίας όπου αφενός τα Μέσα ενημέρωσης διέρχονται κρίση αξιοπιστίας και αφετέρου η εξέλιξη της τεχνολογίας πλαισιώνεται από φόβους περί αρνητικής επίδρασης στην ποιότητα της παρεχόμενης πληροφόρησης.
Σύμφωνα με διαχρονική έρευνα της εταιρείας Gallup (2016), την τελευταία δεκαπενταετία η εμπιστοσύνη των Αμερικανών απέναντι στην ικανότητα των Μέσων ενημέρωσης «να μεταδίδουν τις ειδήσεις πλήρως, με ακρίβεια και δίκαια» εμφανίζει φθίνουσες τάσεις. Το υψηλότερο ποσοστό εμπιστοσύνης (72%) καταγράφηκε το 1976, ενώ από το 2007 μέχρι σήμερα κυμαίνεται σταθερά κάτω από το 50%. Το χαμηλότερο ποσοστό καταγράφηκε το 2015 με μόλις 32% των Αμερικανών να δηλώνουν ότι «έχουν μεγάλη ή αρκετή εμπιστοσύνη στα μέσα ενημέρωσης». Η φθίνουσα πορεία της εμπιστοσύνης των πολιτών παρατηρείται σε όλες τις ηλικίες, αλλά το ποσοστό εμπιστοσύνης είναι ακόμα χαμηλότερο κυρίως μεταξύ των νέων (ηλικίας 18-49 ετών) (Swift, 2016).
Γράφημα 1: Εμπιστοσύνη των Αμερικανών απέναντι στα Μέσα ενημέρωσης (Ποσοστό % μεγάλης / αρκετής εμπιστοσύνης)
Γενικά, πόσο πολύ εμπιστοσύνη έχετε στα Μέσα ενημέρωσης – όπως εφημερίδες, τηλεόραση, ραδιόφωνο – όσον αφορά στη μετάδοση ειδήσεων σφαιρικά, με ακρίβεια και δίκαια – – πολύ μεγάλη, αρκετή, όχι πολλή ή καθόλου;
Σύμφωνα με την EBU (2016: 7), παρόμοια εικόνα φθίνουσας εμπιστοσύνης του κοινού απέναντι στα Μέσα ενημέρωσης παρατηρείται και στην Ευρώπη. Το 2015 η εμπιστοσύνη του κοινού μειώθηκε σε όλο το εύρος των Μέσων. Η τηλεόραση και το ραδιόφωνο επλήγησαν περισσότερο, ενώ ο Τύπος, το διαδίκτυο και τα κοινωνικά δίκτυα εμφάνισαν μικρή πτώση. Παρόλα αυτά, για τους Ευρωπαίους τα ραδιοτηλεοπτικά Μέσα εξακολουθούν να είναι τα πιο αξιόπιστα σε αντίθεση με τον Τύπο και τα διαδικτυακά Μέσα (διαδίκτυο και κοινωνικά δίκτυα), που εμφανίζουν μέτρια ή υψηλά ποσοστά αναξιοπιστίας αντιστοίχως. Το ραδιόφωνο θεωρείται το πιο αξιόπιστο Μέσο σε 20 χώρες, ενώ η τηλεόραση σε 13 χώρες.
Γράφημα 2: Εξέλιξη του καθαρού δείκτη εμπιστοσύνης (Net Trust Index) στην Ευρωπαϊκή Ένωση (2011-2015)
Σημείωση: Καθαρός δείκτης εμπιστοσύνης (net trust index)= ‘Τείνω να εμπιστεύομαι’ – ‘Τείνω να μην εμπιστεύομαι’.
Πηγή: EBU (2016: 7).
Η παραπάνω κρίση αξιοπιστίας απέναντι στα Μέσα ενημέρωσης καθώς και οι φόβοι για αρνητική επίδραση των νέων τεχνολογιών στην παρεχόμενη ενημέρωση δεν είναι αβάσιμα, εάν λάβει κανείς υπόψη τις νέες τάσεις που διαμορφώνονται. Το 2016, όπως και κάθε έτος, συνοδεύτηκε από συνταρακτικά διεθνή γεγονότα, μερικά εκ των οποίων ήταν το προσφυγικό, οι τρομοκρατικές επιθέσεις που δέχθηκε η Ευρώπη, η εκλογή του Donald Trump, η απόφαση των Βρετανών για έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Brexit) καθώς και ο θάνατος πολλών διασημοτήτων. Μέσα σε όλη αυτή την κλασική ειδησεογραφία ξεχώρισε μια ασυνήθιστη είδηση, η οποία έθεσε τα ίδια τα Μέσα ενημέρωσης στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου: η εμφάνιση της λεγόμενης δημοσιογραφίας της ύστερης αλήθειας (post–truth journalism). Το έναυσμα δόθηκε από το λεξικό της Οξφόρδης που ανέδειξε τον όρο ύστερη αλήθεια (post-truth) σε λέξη της χρονιάς (για το 2016), η οποία περιγράφει έναν κόσμο στον οποίο «τα αντικειμενικά γεγονότα έχουν λιγότερη επιρροή στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης σε σχέση με τις επικλήσεις στο συναίσθημα και στην προσωπική άποψη» (Oxford Living Dictionaries, 2016).
Η παραπάνω τάση δεν μπορεί βέβαια να θεωρηθεί αποκομμένη από την άνοδο των Μέσων κοινωνικής δικτύωσης ως πηγών ειδήσεων ωστόσο το κρισιμότερο είναι ο κίνδυνος που ελλοχεύει οι ψευδείς ειδήσεις, που απορρέουν από τις επικλήσεις στο συναίσθημα, να γίνουν τόσο διαδεδομένες και δημοφιλείς όσο και οι πραγματικές. Σε μια εποχή στην οποία η εμπιστοσύνη στα Μέσα ενημέρωσης φθίνει όλο και περισσότερο η εμφάνιση της «δημοσιογραφίας» της ύστερης αλήθειας έρχεται να επιβεβαιώσει την τοποθέτηση των σκεπτικιστών της τεχνολογίας για την επιβλαβή επίδραση του διαδικτύου στη δημοσιογραφία.
Παραδείγματα ψευδών ειδήσεων (σοβαρών και μη), που αναδείχθηκαν στο πλαίσιο των κοινωνικών δικτύων, μπορούν να εντοπιστούν σε όλες τις χώρες. Στη Σουηδία είναι χαρακτηριστική η πρόσφατη ιστορία με σημείο αναφοράς τον Πρωθυπουργό Στέφαν Λεβέν, ο οποίος φερόταν ως κάτοχος ενός ρολογιού αμύθητης αξίας. Η εν λόγω είδηση στο Facebook διαμοιράστηκε περίπου 1.000 φορές και απέσπασε περίπου 2.000 αντιδράσεις. Τελικά, η ιστορία αποδείχθηκε ανακριβής, αφού το ρολόι αφενός δεν ήταν αμύθητης αξίας και αφετέρου είχε δοθεί στον Πρωθυπουργό ως δώρο (Southern, 2017).
Οι ψευδείς ειδήσεις δεν είναι κάτι νέο στο πεδίο της ενημέρωσης, αλλά ο ψηφιακός κόσμος αποτέλεσε την κατάλληλη αρένα για την εξάπλωσή τους. Άλλωστε, στο πλαίσιο των κοινωνικών δικτύων η ανάρτηση περιεχομένου τις περισσότερες φορές δεν φέρει κάποια πλαισίωση με αποτέλεσμα να μην είναι ευδιάκριτο εάν το αφήγημα αποτελεί έκφραση γνώμης, ανάλυση ή απλή είδηση. Για αυτό και στο άμεσο μέλλον αναμένεται έκρηξη των υπηρεσιών ελέγχου των γεγονότων (fact-checking services) στο διαδίκτυο.
Ήδη για τον εντοπισμό και την καταπολέμηση των ψεδών ειδήσεων ορισμένοι εκδότες εφημερίδων στις διαδικτυακές εκδοχές των εντύπων έχουν εφαρμόσει ιδιότυπες στρατηγικές διερεύνησης της αλήθειας ή της ακρίβειας του περιεχομένου. Μια από αυτές έχει εφαρμοστεί στη Σουηδία και έγκειται στην ανάρτηση διπλού υπερσυνδέσμου στο κάτω μέρος κάθε άρθρου: ο ένας ζητάει από το κοινό να δηλώσει οποιαδήποτε ανακρίβεια αναφορικά με το το γεγονός που αναδεικνύεται στο δημοσίευμα και ο άλλος επιτρέπει στο χήστη να κοινοποιήσει το δημοσίευμα στους ρυθμιστές του Τύπου (Southern, 2017).[2] Επίσης, ενδεικτική της νέας τάσης είναι η απόπειρα της εφημερίδας Washington Post να εφαρμόσει δοκιμαστικά ένα σύστημα αυτόματου ελέγχου των tweets του Προέδρου των ΗΠΑ, Donald Trump, μέσω μιας νέας επέκτασης στον περιηγητή ιστού (Bump, 2016). Αυτού του είδους οι εφαρμογές καθώς και άλλες, που περιλαμβάνουν ρομποτικά μηνύματα[3] με στόχο τη διασταύρωση των πληροφοριών, αναμένεται να πολλαπλασιαστούν στο άμεσο μέλλον.
Εικόνα: Παράδειγμα υλοποίησης του συστήματος ελέγχου των tweets του Προέδρου των ΗΠΑ, Donald Trump, από την εφημερίδα Washington Post
(Στο post του Προέδρου (15 Δεκεμβρίου 2016) ότι «τα Μέσα ενημέρωσης προσπαθούν τόσο έντονα να συμβάλουν στην μετακίνησή μου στο Λευκό Οίκο, καθώς σχετίζονται με τις υποθέσεις μου, τόσο περίπλοκο – όταν στην πραγματικότητα δεν είναι!», η εφημερίδα επισημαίνει από κάτω μέσω του συστήματος εξακρίβωσης των tweets ότι «αυτό είναι αναληθές ή λανθασμένο: Οι σύμβουλοί του έχουν μιλήσει για περιπλοκότητα. Μάθε περισσότερα…»).
Παρά την εμφάνιση του νέου κύματος ψευδών ειδήσεων μέσα από την ευρεία χρήση των κοινωνικών δικτύων οι εκδότες των ψηφιακών ειδησεογραφικών εγχειρημάτων δεν ανησυχούν για το μέλλον της δουλειάς τους. Σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου Reuters για τη μελέτη της δημοσιογραφίας, που διεξήχθη σε 24 χώρες, η συντριπτική πλειοψηφία των εκδοτών (70%) θεωρεί ότι οι ανακριβείς ειδήσεις δεν αποτελούν απειλή για τα δικά τους εγχειρήματα, αλλά ισχυρό κίνητρο για να ξεχωρίσει και να αναδειχθεί ακόμα πιο έντονα η ποιοτική δημοσιογραφία (Newman, 2017: 9).
Υπηρεσίες διασταύρωσης ειδήσεων
Στο πεδίο της δημοσιογραφίας η διασταύρωση των πληροφοριών δεν αποτελεί κάτι νέο. Αντιθέτως, αντιπροσωπεύει – θεωρητικά τουλάχιστον – μια πάγια και επιβεβλημένη δημοσιογραφική τακτική, που είναι τόσο παλιά όσο και ο βίος της δημοσιογραφίας. Τη δικαιοδοσία για τη διασταύρωση αυτή την είχαν οι δημοσιογράφοι που λειτουργούσαν ως πυλωροί (gate-keepers), οι οποίοι όχι μόνο είχαν πρόσβαση σε πηγές, αλλά και την απαιτούμενη εμπειρία για να εξακριβώσουν την ακρίβεια των πληροφοριών. Η δυναμική αυτή έχει πλέον μεταβληθεί, αφού λόγω της εξέλιξης των κοινωνικών δικτύων ως πηγών ειδήσεων και της υπερπληθώρας των πληροφοριών που διακινούνται στο διαδίκτυο η διασταύρωσή των ειδήσεων αποτελεί μια αναγκαία αλλά πολύπλοκη διαδικασία, που σταδιακά εναπόκειται σε εξειδικευμένες ιστοσελίδες (Graves & Cherubini, 2016).
To Facebook στην προσπάθειά του να καταπολεμήσει τη διάδοση των ψευδών ειδήσεων εδώ και κάποιους μήνες έχει ξεκινήσει εξειδικευμένες συνεργασίες ειδικού σκοπού με τους οργανισμούς Snopes, FactCheck.org, Politifact και ABC News. Στόχος είναι μέσω της ανάρτησης προειδοποιήσεων στις εφαρμογές τροφοδότησης ειδήσεων (news feed) να περιορίσει και να αναχαιτίσει τις προσπάθειες εκείνων που διαδίδουν ψευδείς ειδήσεις ή αστεϊσμούς. Η διαδικασία έχει σχεδιαστεί ως εξής: το Facebook θα παραπέμπει τους χρήστες-αναγνώστες σε μια σειρά από υπηρεσίες ελέγχου των γεγονότων, οι οποίες βρισκόμενες σε συνάρτηση με τον κώδικα δεοντολογίας των παραπάνω οργανισμών-συνεργατών, θα αποσκοπούν στο να προειδοποιούν τους αναγνώστες για τα άρθρα ψευδών ειδήσεων, όπως αυτά θα έχουν επισημανθεί με τη βοήθεια αλγορίθμων ή με τη βοήθεια των χρηστών.
Εάν όλοι οι συνεργαζόμενοι οργανισμοί επιβεβαιώσουν ένα δημοσιογραφικό αφήγημα ως ψεύτικο το Facebook θα ενημερώνεται μέσω μιας ειδικής ιστοσελίδας αναφορών και θα αναρτά μια προειδοποιητική ανακοίνωση στην οποία θα υπογραμμίζεται ότι το αφήγημα «αμφισβητείται από έναν ή περισσότερους οργανισμούς ελέγχου των γεγονότων». Επίσης, η ανακοίνωση θα πλαισιώνεται από έναν υπερσύνδεσμο είτε στην εφαρμογή τροφοδότησης ειδήσεων (news feed) είτε στη σελίδα όπου έγινε η σύνθεση της είδησης, ιδιαίτερα όταν ο χρήστης έχει την πρόθεση να μοιραστεί τον επίμαχο υπερσύνδεσμο.
Λόγω της ανησυχίας που έχει προκαλέσει το εξελισσόμενο φαινόμενο των ψευδών ειδήσεων, μέχρι το τέλος του 2017 εκτιμάται ότι θα υπάρξουν πολλές επεκτάσεις στους περιηγητές ιστού (browser extensions) ή ρομποτικές υπηρεσίες μηνυμάτων (message bots) που θα επιτελούν διαδικασίες διασταύρωσης γεγονότων. Στη Βρετανία ένα αναγνωρισμένο φιλανθρωπικό ίδρυμα με το όνομα Full Fact (https://fullfact.org) ήδη εργάζεται με στόχο να αναπτύξει μια υπηρεσία που να μπορεί να κάνει διασταύρωση γεγονότων σε ό,τι αφορά τις απευθείας συνεντεύξεις Τύπου. Επίσης, η γαλλική εφημερίδα Le Monde ήδη διαθέτει μηχανή αναζήτησης με τη βοήθεια της οποίας οι αναγνώστες μπορούν να ελέγξουν την ακρίβεια των δηλώσεων των πολιτικών. Έχοντας συγκροτήσει μια εξειδικευμένη ομάδα 13 ατόμων με το όνομα «Οι Αποκωδικοποιητές» (Les Décodeurs) η γαλλική εφημερίδα επιδιώκει να καταπολεμήσει το ανησυχητικό φαινόμενο των ψευδών ειδήσεων.
To BBC αποσκοπώντας στην καταπολέμηση της παραπληροφόρησης έχει εγκαινιάσει στην αίθουσα σύνταξης τη λεγόμενη «μονάδα απομυθοποίησης του ψέματος». Έργο της ομάδας είναι να συλλέγει δημοσιογραφικές ιστορίες, οι οποίες είτε δεν είναι διασταυρωμένες είτε έχουν μορφοποιηθεί να φαίνονται σαν αληθινές, και στη συνέχεια μέσα από την κατάλληλη έρευνα να τις «απομυθοποιεί», συντάσσοντας διεισδυτικά άρθρα και βίντεο, που δημοσιεύονται στο ειδικό διαμορφωμένο τμήμα «ελέγχου της πραγματικότητας».
H αυτοματοποιημένη και διαλογική δημοσιογραφία προ των πυλών
Τα επόμενα χρόνια το πρόβλημα των ψευδών ειδήσεων αναμένεται να γίνει ακόμα πιο περίπλοκο, καθώς η δημοσιογραφία οδεύει προς μια εποχή εντεινόμενης αυτοματοποίησης. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Reuters για τη μελέτη της δημοσιογραφίας, στο άμεσο μέλλον η τεχνολογία υπόσχεται στους δημοσιογράφους εργαλεία με τα οποία θα επιτύχουν αποδοτικότερη και ταχύτερη διάδοση των ειδήσεων μέσω της εμφάνισης της ρομποτικής δημοσιογραφίας (robo-journalism). Μεταξύ αυτών είναι οι αυτοματοποιημένες δημοσιογραφικές ιστορίες, οι οποίες θα βασίζονται σε δομημένα ηλεκτρονικά στοιχεία και θα μοιάζουν σαν να είναι γραμμένες από άνθρωπο. Το Associated Press έχει ήδη πειραματιστεί σε αυτό το πεδίο, στη Βρετανία το Press Association σχεδιάζει να εφαρμόσει την αυτοματοποίηση εντός του 2017, ενώ το BBC έχει ήδη υιοθετήσει την ημι-αυτοματοποιημένη μετάφραση καθώς και τα βίντεο που χρησιμοποιούν ηλεκτρονικά δημιουργημένη φωνή (synthesized voice) (Newman, 2017: 29).
Άλλο εργαλείο που προοιωνίζεται τη ρομποτική δημοσιογραφία είναι τα έξυπνα συστήματα παραγωγής περιεχομένου, τα οποία επιτρέπουν τη δημιουργία άριστων δημοσιογραφικών αφηγημάτων ή το γρήγορο «αμπαλάρισμα» περιεχομένου για διαφορετικές πλατφόρμες. Για παράδειγμα, η εταιρεία Wibbitz αξιοποιεί μεθόδους τεχνητής νοημοσύνης και διαδικασίες φυσικής γλώσσας με στόχο να συνοψίζει ιστορίες, πλαισιωμένες από οπτικοακουστικό υλικό, με βάση ειδησεογραφικό περιεχόμενο προερχόμενο από διεθνή πρακτορεία ειδήσεων. Παράλληλα, η έκρηξη των πληροφοριών και των ειδησεογραφικών πλατφόρμων έχουν οδηγήσει στη δημιουργία εξειδικευμένων συστημάτων προκειμένου ο δημοσιογράφος να μπορέσει να διαχειριστεί τον αυξανόμενο όγκο πληροφοριών. Τα εν λόγω συστήματα (όπως το SamDesk και το Dataminr) μέσω της παροχής ειδοποιήσεων βοηθούν το δημοσιογράφο στην αίθουσα σύνταξης να διαχειριστεί τις έκτακτες ειδήσεις που εμφανίζονται στα κοινωνικά δίκτυα. Επίσης, μέσω της αξιοποίησης της έξυπνης ρομποτικής τα συστήματα αυτά ειδοποιούν το δημοσιογράφο σχετικά με τις εξελίξεις ενός γεγονότος (Newman, 2017: 29).
Για να ξεχωρίσει η ποιοτική δημοσιογραφία απέναντι στην ψευδο-ειδησεογραφία των κοινωνικών δικτύων είναι αναγκαίο οι εκδότες να εξασφαλίσουν την οικονομική βιωσιμότητα των εγχειρημάτων τους μέσα από την ανεύρεση εναλλακτικών τρόπων χρηματοδότησης, δεδομένου ότι η διαφήμιση φθίνει. Λαμβάνοντας υπόψη τη μετακίνηση του κοινού από τις ιστοσελίδες στις εφαρμογές των έξυπνων τηλεφώνων και στις κοινωνικές πλατφόρμες, οι εκδότες αφενός πρέπει να δώσουν προτεραιότητα στο να πείσουν το κοινό να καταβάλει άμεση πληρωμή για την κατανάλωση του ψηφιακού περιεχομένου και αφετέρου να αναζητήσουν περισσότερο το περιεχόμενο μέσω χορηγιών.
Το 2016 αποδείχθηκε η χρονιά του βίντεο. Τα κοινωνικά δίκτυα βελτιστοποίησαν τις εφαρμογές τροφοδότησης ειδήσεων (newsfeed) και ανταποκρίθηκαν στην αυξανόμενη επιθυμία του κοινού για κατανάλωση βίντεο, προσθέτοντας υπότιτλους, εφαρμόζοντας την αυτόματη ενεργοποίηση βίντεο (auto-play) καθώς και την απευθείας μετάδοση βίντεο (live video). Συνεπώς, οι διαδικτυακές ενημερωτικές ιστοσελίδες για να μπορέσουν να ανταγωνιστούν επιτυχώς τα κοινωνικά δίκτυα και να διαμορφώσουν ένα πιστό κοινό πρέπει να επενδύσουν περισσότερο στο λεγόμενο κοινωνικό βίντεο (social video), στο απευθείας βίντεο μέσω Facebook, Twitter και YouTube καθώς και στις ειδοποιήσεις στα έξυπνα κινητά τηλέφωνα (news alerts). Με δεδομένο ότι όλο και μεγαλύτερο μέρος του κοινού χρησιμοποιεί εφαρμογές μηνυμάτων (π.χ. Facebook Messenger) οι εκδότες θα ήταν καλό να καταφύγουν και σε αυτό το πεδίο με στόχο τη διανομή ειδήσεων και την αλληλεπίδραση με το κοινό.
Καθώς τα προγράμματα που εκτελούν αυτοματοποιημένες εργασίες για χάρη του χρήστη μέσω διαδικτύου (internet bots) έχουν επεκταθεί ακόμα και στη σχέση του κοινού με τα ειδησεογραφικά Μέσα (με χαρακτηριστικές εφαρμογές από το CNN και τις εφημερίδες Wall Street Journal, The Economist και The Guardian) ένα νέο είδος διαλογικής δημοσιογραφίας φαίνεται ότι βρίσκεται προ το πυλών. Άλλωστε, μια σειρά νέων εφαρμογών (όπως Amazon’s Alexa, Apple’s Siri, Microsoft’s Cortana, Samsung’s Viv, Google Assistant) υπόσχονται – αν όχι να υποκαταστήσουν τις οθόνες επαφής – να οδηγήσουν σε μια νέα εποχή διαλογικής σχέσης του κοινού με τον υπολογιστή (conversational computing). Αυτό συνεπάγεται νέες διεπαφές για τους χρήστες με επαυξημένο το στοιχείο της αυτοματοποίησης, χαρακτηριστικά απέναντι στα οποία η δημοσιογραφία και πιο συγκεκριμένα οι ειδησεογραφικές ιστοσελίδες οφείλουν να προσαρμοστούν δημιουργικά εάν θέλουν να επιβιώσουν.
Μπορεί η αυτοματοποίηση ενός μέρους της δουλειάς του δημοσιογράφου να υπόσχεται διευκολύνσεις στη μελλοντική ακόμα πιο επαυξημένη αρένα των πληροφοριών, ωστόσο ελλοχεύει ο κίνδυνος οι ψευδείς ειδήσεις να βρουν πρόσφορο έδαφος για τον πολλαπλασιασμό τους. Μόνο εάν ο ίδιος ο δημοσιογράφος μεριμνήσει για τη βελτίωση της ποιότητας του προσφερόμενου έργου του μπορεί να υπάρξει ουσιαστικό αντιστάθμισμα απέναντι στο διογκούμενο φαινόμενο των ψευδών ειδήσεων. Όπως επισημαίνει ο Kevin O’ Sullivan, εκδότης της εφημερίδας Irish Times, τα ποιοτικά ειδησεογραφικά Μέσα πρέπει να είναι «πιο διεκδικητικά για τη δημοσιογραφία τους και πώς την επιτελούν· να κάνουν ρεπορτάζ χωρίς φόβο ή εύνοια […] αρθρώνοντας τις αξίες που υποστηρίζουν αυτού του είδους τη δημοσιογραφία» (Reuters Institute, 2017).
Βιβλιογραφικές Αναφορές
Babakar, Mevan & Moy, Will (2016): The State of Automated Fact-Checking, Full Fact, online διαθέσιμο στο https://fullfact.org/media/uploads/full_fact-the_state_of_automated_factchecking_aug_2016.pdf [τελευταία πρόσβαση 28/2/2017].
Bump, Philip (2016): » Now you can fact-check Trump’s tweets — in the tweets themselves», 19 Δεκεμβρίου, The Washington Post, online διαθέσιμο στο https://www.washingtonpost.com/news/the-fix/wp/2016/12/16/now-you-can-fact-check-trumps-tweets-in-the-tweets-themselves/?utm_term=.38468aa46caa [τελευταία πρόσβαση 23/2/2017].
Davies, Jessica (2017): «The BBC is using ‘slow news’ to fight fake news», 1 Φεβρουαρίου, Digiday UK, online διαθέσιμο στο https://digiday.com/uk/bbcs-slow-news-focus-changing-newsroom-dynamics/ [τελευταία πρόσβαση 5/2/2017].
EBU (2016): Trust in Media 2016, Media Intelligence Service, March 2016, online διαθέσιμο στο https://www.ebu.ch/files/live/sites/ebu/files/Publications/EBU-MIS%20-%20Trust%20in%20Media%202016.pdf [τελευταία πρόσβαση 25/2/2017].
Graves, Lucas & Cherubini Federica (2016): Digital News Project 2016: The Rise of Fact-Checking Sites in Europe, Oxford: Reuters Institute for the Study of Journalism, online διαθέσιμο στο https://reutersinstitute.politics.ox.ac.uk/sites/default/files/The%20Rise%20of%20Fact-Checking%20Sites%20in%20Europe.pdf [τελευταία πρόσβαση 25/2/2017].
Mantzarlis, Alexios (2016): «Did Clinton or Trump twist the facts? This messaging bot will tell you», 10 Μαΐου, Poynter, online διαθέσιμο στο https://www.poynter.org/2016/did-clinton-or-trump-twist-the-facts-this-messaging-bot-will-tell-you/409457/ [τελευταία πρόσβαση 25/2/2017].
Newman, Nick, Fletcher Richard, Levy, A. L. David & Nielsen, Rasmus Kleis (2016): Reuters Institute Digital News Report 2016, Oxford: Reuters Institute for the Study of Journalism, online διαθέσιμο στο https://reutersinstitute.politics.ox.ac.uk/sites/default/files/Digital-News-Report-2016.pdf [τελευταία πρόσβαση 5/2/2017].
Newman, Nick (2017): Journalism, Media, and Technology Trends and Predictions 2017: Digital News Project 2017, Oxford: Reuters Institute for the Study of Journalism, online διαθέσιμο στο http://reutersinstitute.politics.ox.ac.uk/sites/default/files/Journalism%2C%20Media%20and%20Technology%20Trends%20and%20Predictions%202017.pdf [τελευταία πρόσβαση 5/2/2017].
Oxford Living Dictionaries (2016): «Word of the Year 2016 is…», English Oxford Living Dictionaries, online διαθέσιμο στο https://en.oxforddictionaries.com/word-of-the-year/word-of-the-year-2016 [τελευταία πρόσβαση 5/2/2017].
Reuters Institute (2017): Press Release: Publishers eye new strategies for challenging year ahead, Oxford University: Reuters Institute for the Study of Journalism, online διαθέσιμο στο https://reutersinstitute.politics.ox.ac.uk/sites/default/files/Press%20release%20-%20Journalism,%20Media%20and%20Technology%20Predictions%202017_0.pdf [τελευταία πρόσβαση 23/2/2017].
Southern, Lucinda (2017): “How Sweden is fighting fake news”, Digiday UK, online διαθέσιμο στο http://digiday.com/uk/fake-news-in-sweden/ [τελευταία πρόσβαση 23/2/2017].
Swift, Art (2016): «Americans’ Trust in Mass Media Sinks to New Low», 14 Σεπτεμβρίου, Gallup, online διαθέσιμο στο http://www.gallup.com/poll/195542/americans-trust-mass-media-sinks-new-low.aspx
Wilner, Tamar (2014): «Meet the robots that fact-check», Columbia Journalism Review, online διαθέσιμο στο http://archives.cjr.org/currents/robot_factchecking.php [τελευταία πρόσβαση 23/2/2017].
Σημειώσεις
[1] Σύμφωνα με έρευνα για τις ψηφιακές ειδήσεις του Ινστιτούτου Reuters (2016) για τη μελέτη της δημοσιογραφίας, η οποία διεξήχθη με βάση δείγμα χρηστών του διαδικτύου από 26 χώρες, προέκυψε ότι περισσότεροι από ένας στους δέκα (12%) θεωρούν τα κοινωνικά δίκτυα κύρια πηγή ειδήσεων. Το ποσοστό αυτό είναι μεγαλύτερο (28%) στα άτομα ηλικίας 18-24 ετών (Newman et al., 2016).
[2] Στη Σουηδία στο πλαίσιο των εντύπων ενημέρωσης υπάρχει ο θεσμός των ελεγκτών-ρυθμιστών του Τύπου (με το όνομα Pressombudsmannen ή Press Ombudsman), δηλαδή άτομα των οποίων ο ρόλος έγκειται στο να διαπιστώνουν εάν οι ενέργειες μιας εφημερίδας είναι σύμφωνες με την καλή δημοσιογραφική πρακτική. Παράπονα σχετικά με τις πρακτικές των εντύπων μπορούν να αναφερθούν από το ευρύ κοινό στο Pressombudsmannen, το οποίο είναι αρμόδιο να καθορίσει εάν μια καταγγελία πρέπει να ασκηθεί ενώπιον του Συμβουλίου του Τύπου της Σουηδίας (SPC).
[3] Από το 2016 – μέσω της αξιοποίησης των δυνατοτήτων που προσφέρει η υπάρχουσα τεχνολογία – έχουν ξεκινήσει προσπάθειες για τη λειτουργία αυτοματοποιημένων εργαλείων που θα συμβάλουν στο δύσκολο έργο της διασταύρωσης των πληροφοριών που διακινούνται στο διαδίκτυο (Babakar & Moy, 2016). Παράλληλα, για την επίτευξη ακόμα πιο διευρυμένων υπηρεσιών διασταύρωσης των πληροφοριών μελετητές πειραματίζονται στην αξιοποίηση ρομποτικών συστημάτων με δυνατότητες ανάπτυξης διαλογικής σχέσης με το κοινό (Mantzarlis, 2016, Wilner, 2014).