Το μέλλον της τηλεόρασης

του Στέλιου Παπαθανασόπουλου

 

 hqdefaultΤο τηλεοπτικό οικοσύστημα μεταλλάσσεται και μάλιστα με ταχείς ρυθμούς. Η τηλεόραση ως μέσο απομακρύνεται από το παραδοσιακό μοντέλο της τηλεοπτικής συσκευής και εξελίσσεται σε ένα ευρύτερο πεδίο πολιτιστικής παραγωγής, όπου διασταυρώνεται με νέες δυνατότητες κατανάλωσης του οπτικοακουστικού περιεχομένου και σύγκλισης με τα άλλα μέσα επικοινωνίας προσφέροντας νέες δυνατότητες συμμετοχής του κοινού. Σε αυτό το πλαίσιο, η πρόσβαση σε δεδομένα και η συλλογή αυτών θα έχουν ολοένα και μεγαλύτερη σημασία στο μέλλον της τηλεόρασης.

Αναλυτές, εμπειρογνώμονες και μελλοντολόγοι στο επικοινωνιακό πεδίο συμφωνούν ότι οι σημερινές διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε διαφορετικά μέσα επικοινωνίας πολύ σύντομα θα καταστούν ξεπερασμένες. Γιατί υποστηρίζουν κάτι τέτοιο; Οι  νέες τεχνολογίες και οι συνεχείς εξελίξεις  τόσο στο πεδίο της καινοτομίας, όσο και σε αυτό της παραγωγής προϊόντων που αναζητούν μαζική κατανάλωση, καθιστούν τα μέσα επικοινωνίας και ειδικότερα την ψυχαγωγία περισσότερο συναρπαστικά, περισσότερο διαδραστικά και περισσότερο προσαρμοσμένα στις ανάγκες των καταναλωτών.

Εμείς, πάντως, «πανηγυρίζουμε» γιατί μετά από 28 χρόνια απονείμαμε ως χώρα τις τηλεοπτικές άδειες εθνικής εμβέλειας, όπου το «ουδέν μονιμότερο του προσωρινού» αντικαταστάθηκε από το «κάλλιο αργά παρά ποτέ». Δυστυχώς, όμως, ακόμη και σήμερα, στην εποχή της σύγκλισης των μέσων, συνεχίζουμε να αντιμετωπίζουμε το εγχώριο επικοινωνιακό πεδίο με όρους της ξεπερασμένης πλέον αναλογικής μας εμπειρίας και δεν επικεντρωνόμαστε στην επόμενη μέρα. Για παράδειγμα, έχουμε αργήσει τόσο πολύ ώστε μας διαφεύγει το γεγονός ότι σε μια εποχή που αναπτύσσεται με ταχύτητα η διαδικτυακή τηλεόραση (IPTV), αφού εκεί επενδύουν κράτος και τηλεπικοινωνιακοί φορείς (βλέπε οπτικές ίνες), η λογική της επίγειας τηλεοπτικής άδειας καθίσταται μέρος της ιστορίας της τηλεόρασης που θα διδάσκουμε στις νέες γενιές φοιτητών… Από τούδε και στο εξής και πολύ περισσότερο στο κοντινό μας μέλλον οποιοσδήποτε θα θέλει να δημιουργήσει ένα τηλεοπτικό κανάλι θα μπορεί να το κάνει διαμέσου του διαδικτύου και δεν θα χρειάζονται οι άδειες από τις εποπτικές αρχές. Άλλωστε, δεν θα χρησιμοποιεί καν τις επίγειες συχνότητες, ενώ το κατά τα άλλα σωστό μέχρι σήμερα επιχείρημα ότι οι επίγειες συχνότητες αποτελούν φυσικό πόρο του κράτους δεν θα έχει αντίκρισμα.

Καθώς έχουμε πλέον εισέλθει στην εποχή των «τεσσάρων οθονών» όπου η κατανάλωση του τηλεοπτικού περιεχομένου μπορεί να γίνεται είτε διαμέσου του συμβατού τηλεοπτικού δέκτη ή της οθόνης του φορητού υπολογιστή  ή του τάμπλετ ή του έξυπνου κινητού και της εξατομικευμένης τηλεόρασης, η αποκαλούμενη «ροή προγράμματος» και ο «τηλεοπτικός προγραμματισμός» απλώς θα αναφέρονται μόνο στα εγχειρίδια της ιστορίας της τηλεόρασης, είτε αυτή θα είναι πολυκαναλική ή διαδραστική, είτε συνδρομητική ή με πληρωμή ανά πρόγραμμα. Προβλέπεται, επίσης, η τηλεοπτική συσκευή του όχι τόσο μακρινού μέλλοντος να προσαρμόζεται στις αντιδράσεις μας και να προσαρμόζει το προσωπικό μας τηλεοπτικό κανάλι σε προγράμματα της αρεσκείας μας. Παράλληλα, θα μας «ρωτά»  σε τακτά χρονικά διαστήματα  εάν η επιλογή που έχει κάνει για εμάς μας αρέσει, ενδεχομένως  κάνοντάς το αυτόματα καταγράφοντας (ή σκανάροντας) τα μάτια μας για την προσοχή που θα δίνουμε στο πρόγραμμα που βλέπουμε, καταργώντας στην πράξη έτσι τις εταιρίες μέτρησης της τηλεθέασης. Το πρώτο προσωπικό κανάλι ήδη υπάρχει, το χρησιμοποιούμε όλοι και το όνομά του είναι YouTube, μια πλατφόρμα «καλειδοσκόπιο» με τόσο διαφορετικές προτάσεις περιεχομένου. Και σε αυτή την περίπτωση, παρά το πλήθος των τεχνολογικών προτάσεων, το περιεχόμενο είναι αυτό που θα καθορίσει την εξέλιξη και αποδοχή των νέων τεχνολογιών.

Ο τηλεοπτικός κλάδος είναι μια σημαντική αγορά. Η έλευση της τηλεόρασης, με τη μορφή μιας εφαρμογής (app) σημαίνει, επίσης, την έλευση πολλών νέων ανταγωνιστών στο πεδίο, πολλοί από αυτούς με επιχειρηματικά μοντέλα (και οικονομικούς στόχους) τελείως διαφορετικά από εκείνα που ξέραμε μέχρι σήμερα. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο καθένας μπορεί να κερδίσει, και έτσι σίγουρα θα υπάρχουν νικητές και ηττημένοι.

Το ερώτημα είναι λοιπόν κατά πόσο είμαστε τελικά έτοιμοι ως χώρα να ανταποκριθούμε στα κελεύσματα αυτής της νέας εποχής ή θα περιμένουμε άλλα τριάντα χρόνια για να καταλάβουμε πού βρισκόμαστε.

Δημοσιεύτηκε στη Νέα Σελίδα, Ιδεογράμματα, 16/09/2018.