Των Στέλιου Παπαθανασόπουλου και Ιωάννας Αρχοντάκη
Στις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο που ολοκληρώθηκαν την προηγούμενη εβδομάδα σε πολλές χώρες τα αποκαλούμενα “αντι-συστημικά” λαϊκιστικά κόμματα βγήκαν ενισχυμένα από την εκλογική αναμέτρηση. Αν και δεν πέτυχαν να συγκροτήσουν τη μεγαλύτερη ομάδα στο Ευρωκοινοβούλιο, έχουν πλέον τη δύναμη να μπλοκάρουν αποφάσεις που χρειάζονται ενισχυμένη πλειοψηφία, αλλά και να συνεχίσουν σε αυτό που κάνουν καλύτερα, να επηρεάζουν το δημόσιο διάλογο και την ατζέντα των παραδοσιακών κομμάτων.
Όλα αυτά λίγο-πολύ αντηχούν την περίφημη μεταφορά που χρησιμοποίησε ο πολιτικός επιστήμονας Benjamin Arditi για τον «καλεσμένο που ήπιε κάτι παραπάνω (…) και που δεν είναι εύκολο να ξεφορτωθεί κανείς” στην προσπάθειά του να περιγράψει το λαϊκισμό και τους λαϊκιστές πολιτικούς.[1]
Μπορεί κανείς να μη θέλει έναν “ενοχλητικό μεθυσμένο” στη γιορτή του, ούτε τρέφει όμως ιδιαίτερη εκτίμηση για το «φτωχό συγγενή». Η Ελλάδα λόγω των περιπετειών της τη τελευταία δεκαετία έχασε την όποια επιρροή είχε ή εν τελική ανάλυση τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα στη σκακιέρα των ευρωπαϊκών διαπραγματεύσεων. Είναι λοιπόν αναμενόμενο οι Έλληνες πολίτες να έχουν το αίσθημα πικρίας και απογοήτευσης, όχι μόνο για την Ένωση, αλλά και για την εθνική πολιτική σε σχέση με τα ευρωπαϊκά ζητήματα.
Σε Ευρωβαρόμετρο του 2019 αποτυπώνεται αυτή η απογοήτευση, καθώς οι Έλληνες δηλώνουν ότι νιώθουν ότι δεν ακούγονται και δεν εκπροσωπούνται στην ΕΕ. Αυτό ωστόσο, δεν είναι αποκλειστικά αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης. Πριν τους περιορισμούς που επέβαλαν τα Eurogroup και τις διάφορες επικρίσεις σε μερίδα του διεθνούς Τύπου, οι πολίτες της Ελλάδας εξέφραζαν την εμπιστοσύνη τους στην ΕΕ υποστηρίζοντας σε πολύ μεγάλο ποσοστό την περαιτέρω εμβάθυνση και διεύρυνση. Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι η υποστήριξη αυτή εκδηλωνόταν σε μια περίοδο γενναιόδωρης ευρωπαϊκής περιφερειακής πολιτικής, συνεπώς τα κίνητρα μπορεί να ήταν περισσότερο ωφελιμιστικά παρά το πρόπλασμα μιας ευρωπαϊκής συνείδησης.
Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και το 2019 σε έρευνα της Marc φαίνεται ότι το 73,5% των ψηφοφόρων θεωρεί σημαντικές τις Ευρωεκλογές. Παρόλα αυτά, οι πολίτες δήλωσαν πως το βασικό κριτήριο για την ψήφο τους είναι τα θέματα οικονομίας που αφορούν τη χώρα (33,6%), τα εθνικά θέματα (21,8%) και τα θέματα οικονομίας σε προσωπικό επίπεδο (18,2%).[2] Φαίνεται λοιπόν ότι για άλλη μια φορά επιβεβαιώνεται η θέση ότι οι Ευρωεκλογές εκλαμβάνονται από τους Ευρωπαίους αλλά και τους Έλληνες πολίτες ως “δεύτερης κατηγορίας”, ενώ τα κριτήρια είναι η ανταμοιβή και κυρίως η τιμωρία της εκάστοτε κυβέρνησης για την εθνική της πολιτική.[3] Το σίγουρο είναι ότι δεν πρέπει να κατηγορηθούν οι πολίτες για αυτή τη σύγχυση. Ειδικά όταν στη χώρα μας η κυβέρνηση έθεσε ως στόχο για τις Ευρωεκλογές τη “διαχειρίσιμη ήττα”, αν όχι την αντιστροφή του αρνητικού κλίματος έστω και την τελευταία στιγμή.
Μια επισκόπηση των εκλογικών εκστρατειών επιβεβαιώνει αυτή τη θέση. Ο ΣΥΡΙΖΑ μετά την αποχώρηση των ΑΝΕΛ από την κυβέρνηση πλαισίωσε τις Ευρωεκλογές ως ψήφο εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση, ενώ ο ίδιος ο πρωθυπουργός είχε χαρακτηρίσει αρχικά τις Ευρωεκλογές ως “δημοσκόπηση”. Ακολούθησε, όπως όλοι γνωρίζουμε, μια σειρά από εξαγγελίες για «ανακουφιστικά μέτρα» και υποσχέσεις για ακόμα περισσότερα. Αντίστοιχα, η αξιωματική αντιπολίτευση, αλλά και μικρότερα κόμματα όπως η Πλεύση Ελευθερίας τόνισαν αρκετές φορές ότι οι Ευρωεκλογές του 2019 θα ήταν η πρώτη φορά από το 2015, που οι ψηφοφόροι θα είχαν την ευκαιρία να δείξουν έμπρακτα τη δυσαρέσκεια τους προς την κυβέρνηση. Επιπλέον όλα σχεδόν τα κόμματα της αντιπολίτευσης χρησιμοποίησαν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό “πατριωτικού” περιεχομένου μηνύματα και ρητορική, προκειμένου να καρπωθούν την ανησυχία που προκάλεσε η Συμφωνία των Πρεσπών.
Στις εκλογές αυτές είδαμε λοιπόν, ότι μετά από σχεδόν μια δεκαετία έντονων συζητήσεων για το μέλλον της Ελλάδας στην ΕΕ, οι πολιτικοί, οι δημοσιογράφοι και η κοινή γνώμη παραβλέπουν ή και αγνοούν ακόμα το μέγεθος επιρροής που έχουν οι αποφάσεις του Ευρωκοινοβουλίου στη ζωή μας, παρά το γεγονός ότι «το 80% των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου επηρεάζει τα ελληνικά ζητήματα»[4].
Τα αποτελέσματα των εκλογών έκρυβαν εκπλήξεις για πολλούς και επιδέχονται πολλαπλές ερμηνείες τόσο για τους νικητές, όσο και για τους ηττημένους. Τι ήταν όμως αυτό που επισκίασε παντελώς την ευρωπαϊκή ατζέντα;
Πρώτον, η ταυτόχρονη διεξαγωγή των τοπικών, περιφερειακών και ευρωπαϊκών εκλογών είναι μεν ένας τρόπος εξασφάλισης ικανοποιητικής προσέλευσης στις κάλπες, είναι όμως και ένας τρόπος αποπροσανατολισμού των ψηφοφόρων ως προς το τελικό διακύβευμα των εκλογών. Σε αυτή την κατεύθυνση, οι αρχηγοί των κομμάτων και οι πολιτικοί αναλυτές στην Ελλάδα αντιμετώπισαν από την αρχή τις Ευρωεκλογές ως σφυγμομέτρηση για τις εθνικές εκλογές.
Δεύτερον, οι υποψήφιοι Ευρωβουλευτές, κυρίως οι ήδη εκλεγμένοι, επισκιάστηκαν από τους πολιτικούς αρχηγούς που μιλούσαν μόνο για τα εθνικά ζητήματα. Για περίπου ένα μήνα είδαμε από τους τηλεοπτικούς μας δέκτες τους αρχηγούς να γυρίζουν την Ελλάδα όπως στις εθνικές προεκλογικές εκστρατείες, πολώνοντας το κλίμα, μοιράζοντας παροχές, εξαγγελίες και υποσχέσεις.
Τρίτον, και συνέχεια των προηγουμένων, η συνολική καμπάνια των κομμάτων, η πολιτική τους διαφήμιση, ακόμη και παρουσία τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ήταν προσωποκεντρική, τόσο των μεγάλων, όσο και των μικρότερων κομμάτων. Τέταρτον, μια από τις βασικότερες πολιτικές συζητήσεις για τους Ευρωβουλευτές στράφηκε γύρω από το γνωστό συμβάν Κιμπουρόπουλου, όχι όμως για το ευρωπαϊκό πρόταγμα της χώρας. Πέμπτο, για μια ακόμη φορά οι ψηφοφόροι προτίμησαν αυτούς που προβάλλονται περισσότερο, παρά εκείνους που έχουν μια βαθιά γνώση για τα Ευρωπαϊκά δρώμενα.
Τα παραπάνω σαφώς ήταν αναμενόμενα. Στη χώρα μας είδαμε νωρίς την άνοδο και την κάθοδο της ακροδεξιάς, την άνοδο και την κάθοδο των λαϊκιστών. Στις μέρες μας είμαστε μπροστά σε μια νέα πρόκληση. Η βαθιά δεκαετής κρίση έσπρωξε μέρη του πληθυσμού στο περιθώριο και κλόνισε την εμπιστοσύνη των πολιτών στους δημοκρατικούς θεσμούς, το πολιτικό σύστημα και τα μέσα ενημέρωσης. Το κενό που δημιουργείται με τη ρήξη έρχεται να καλύψει η άνθιση του φαντασιακού. Δυστυχώς ζούμε στην εποχή ενός παράλογου βουητού όπου το ψέμα και η αλήθεια, η υπερβολή και η πραγματικότητα να μην διακρίνονται, ούτε να γνωρίζει κανείς πώς να τις διακρίνει. Από την παγκόσμια συνωμοσία κατά της χώρας, τα ψεύδη λαθρόβιων πολιτικών, την αβίαστη διάδοση ψευδών ειδήσεων ενδεχομένως να έχουμε εισέλθει σε «κοινωνία της επιτήρησης» κι ακόμη χειρότερα να μην μας τρομάζει η προοπτική της.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
[1] Arditi, B. (2007). Politics on the Edges of Liberalism: Difference, Populism, Revolution, Agitation: Difference, Populism, Revolution, Agitation. Edinburgh University Press. https://1arditi.files.wordpress.com/2012/10/arditi_politics_edges_2007_fullversion.pdf
[2]https://www.marc.gr/files/researches/%CE%94%CE%97%CE%9C%CE%9F%CE%A3%CE%9A%CE%9F%CE%A0%CE%97%CE%A3%CE%97%20%CE%95%CE%99%CE%94%CE%97%CE%A3%CE%95%CE%99%CE%A3%20Ant1_%2015%20%CE%9C%CE%91%CE%AA%CE%9F%CE%A5%202019.pdf
[3] Μαυρής, Γιάννης και Συμεωνίδης, Γιώργος «Οι ελληνικές «Ευρω-βουλευτικές» εκλογές του 2019. Οι ιδιαιτερότητες της εκλογικής αναμέτρησης του προσεχούς Μαΐου», 13 Μαΐου 2019. Διαθέσιμο σε: http://www.mavris.gr/5943/euro-national_part1/?fbclid=IwAR1ea8_SdeCEd3Rb3CGLNJ4qJhLvQfjjFi6K-lup4mJuarz8ijRPMc6RmqI.
[4] Φέσσας, Θόδωρος, «Το Ευρωπαϊκό μέλλον είναι και δική μας υπόθεση», στην Καθημερινή, 19 Μαΐου 2019.