
Του Στέλιου Παπαθανασόπουλου
Η 21η Νοεμβρίου έχει οριστεί από την ΟΥΝΕΣΚΟ ως η παγκόσμια ημέρα της τηλεόρασης. Η ελληνική πολιτεία διαμέσου του σήριαλ των αδειών έχει ασχοληθεί σχεδόν καθημερινά με τις τηλεοπτικές εξελίξεις τουλάχιστον τα τελευταία τριάντα χρόνια. Στην πράξη εκ διαισθήσεως αναγνωρίζουμε το ρόλο της τηλεόρασης ως το νέο πεδίο της κοινής μας αναφοράς, τη νέα μας φαντασιακή πλατεία και γειτονιά. Κι αυτό συνεχίζει να γίνεται και στην εποχή του διαδικτύου, τουλάχιστον για το κοντινό μας μέλλον.
Η τηλεόραση ως το κοινό πεδίο αναφοράς μας τείνει να συμπεριλαμβάνει πολλές πτυχές της κοινωνίας, καθώς είναι ένα μέσο που έχει τη δυνατότητα να «ξετυλίγεται» σε όλη τη διάρκεια του εικοσιτετράωρου. Τηλεοπτικοί αστέρες μοιράζονται τα ερτζιανά με αθλητές και καλλίγραμμες υπάρξεις. Ηθοποιοί, επιστήμονες, πολιτικοί και δημοσιογράφοι εμφανίζονται στις εκπομπές συζητήσεων ασχέτως περιεχομένου. Ηθοποιοί και αθλητές ανταγωνίζονται για τα ποσοστά τηλεθέασης. Κι όλα ανακυκλώνονται με νέο περιτύλιγμα είτε πρόκειται για ενημέρωση ή ψυχαγωγία. Αυτό που ίσως διαφέρει είναι ότι οι πρώην ξεχωριστές κοινωνικές αρένες αλληλοδιαπλέκονται. Η ενημέρωση που κάποτε προσανατολιζόταν σε ανθρώπους συγκεκριμένης ηλικίας, τάξης, φυλής, φύλου, επαγγέλματος ή εκπαίδευσης, στην εποχή μας διαχέεται σε όλες τις κοινωνικές ομάδες.

Η κοινωνική σημασία και ο ρόλος της τηλεόρασης έγκειται κυρίως στο ότι το μέσο κατορθώνει να παρέχει τη μεγαλύτερη και ταυτόχρονη παραλαβή του ίδιου μηνύματος στην ιστορία της ανθρωπότητας. Διαμέσου της τηλεόρασης συχνά έχουμε ένα παράξενο κοινό συναίσθημα. Σε περιόδους κρίσιμων καμπών, κρίσεων, θεομηνιών, γεγονότων που θα μπορούσαν να συμβούν και σε εμάς, εκατομμύρια ανθρώπων «κολλούν» μπροστά στον τηλεοπτικό δέκτη και παρακολουθούν το ίδιο τηλεοπτικό υλικό ξανά και ξανά. Ίσως είναι κι αυτό μια προσπάθεια του ασυνειδήτου των ανθρώπων να «βρουν ζεστασιά» και να «μοιραστούν» τα συναισθήματα από τα απόνερα της πληροφορίας με τους άλλους απρόσωπους τηλεθεατές του «μοναχικού πλήθους» της σύγχρονης κοινωνίας. Σε σύγκριση με το παρελθόν όπου στην τηλεόραση εμφανίζονταν μόνο εκπρόσωποι των θεσμών, στις μέρες μας προβάλλονται τα προβλήματα των απλών, καθημερινών ανθρώπων είτε για να γίνουν «ήρωες μιας ημέρας» ή γιατί θεωρούν ότι τα προβλήματά τους θα επιλυθούν καλύτερα αν δημοσιοποιηθούν από την τηλεόραση.
Ωστόσο, η τηλεόραση ως κοινό πεδίο αναφοράς μας ενημερώνει για το τι κάνουν οι άλλοι άνθρωποι που εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε, τα μέρη που πηγαίνουν κι εμείς δεν μπορούμε να πάμε, τα πράγματα που μπορούν να αποκτήσουν κι εμείς δεν μπορούμε. Πολλοί τηλεθεατές, διαμέσου της έκθεσής τους σε έναν ευρύτερο κόσμο που προβάλλει η τηλεόραση, αισθάνονται ότι είναι αποκλεισμένοι από πολλά πράγματα.
Η κοινή εμπειρία που έχουμε διαμέσου της τηλεόρασης, ενθαρρύνει μέλη των αποκλεισμένων ομάδων να απαιτήσουν ίσα δικαιώματα και μεταχείριση, αν και ο όρος μειοψηφία δε φαίνεται να αναφέρεται σε μια μικρή ομάδα ανθρώπων μέσα στην κοινωνία αλλά μάλλον στο μικρό βαθμό της πρόσβασης που τα μέλη της αισθάνονται ότι έχουν στον ευρύτερο κοινωνικό περίγυρο. Η τηλεόραση κάνει πιθανή την ενσωμάτωση, όχι όμως και οι κοινωνικοί μηχανισμοί. Σε πολλές ομάδες της κοινωνίας η τηλεόραση έχει αυξήσει τις προσδοκίες τους, αλλά έχει προσφέρει ελάχιστες ευκαιρίες.
Η ταυτόχρονη πληροφόρηση που παρέχεται από την τηλεόραση δεν οδηγεί βραχυπρόθεσμα σε ταυτόσημη συμπεριφορά. Αυτό που συμβαίνει μακροπρόθεσμα είναι μια όλο και περισσότερο κοινή αντίληψη. Η επιλογή της ένδυσης, του χτενίσματος και γενικά του τρόπου ζωής και των αντιλήψεων γίνεται όλο και πιο ομοιόμορφη.

Σε πολλές περιπτώσεις η τηλεόραση αποκτά παγκοσμιότητα. Ο κόσμος παρακολούθησε με «κομμένη την ανάσα» τον πόλεμο στο Ιράκ, στη Συρία, τις προσφυγικές ροές κοκ. Ωστόσο μαθαίνουμε αρκετά για ένα συνταρακτικό συμβάν μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες, αλλά συνήθως το ξεχνάμε την επομένη. Βέβαια αυτή η αίσθηση της «κοινής εμπειρίας» ιδιαίτερα εκτεταμένη και διάχυτη, μεταβάλλεται ταχύτατα και πολλές φορές είναι αβάσιμη. Πέρα από τη ρητορική, δεν είναι δυνατόν να έχουμε κοινή εμπειρία του κόσμου, ούτε του «παγκόσμιου χωριού». Αλλά είναι τόσο ειρωνικό, αφού στη σύγχρονη τηλεοπτική εποχή, ο καθένας μας φαντάζει τόσο οικείος, όσο και απόμακρος…
Από την άλλη πλευρά, στην εποχή της σύγκλισης και της ψηφιοποίησης των μέσων, η τηλεόραση ή κυρίως ο τρόπος με τον οποίο βλέπουμε τηλεόραση, αλλάζει. Καθώς έχουμε πλέον εισέλθει στην εποχή των «τεσσάρων οθονών» όπου η κατανάλωση του τηλεοπτικού περιεχομένου μπορεί να γίνεται είτε διαμέσου του συμβατού τηλεοπτικού δέκτη ή της οθόνης του φορητού υπολογιστή ή του τάμπλετ ή του έξυπνου κινητού και της εξατομικευμένης τηλεόρασης, η αποκαλούμενη «ροή προγράμματος» και ο «τηλεοπτικός προγραμματισμός» απλώς θα αναφέρονται μόνο στα εγχειρίδια της ιστορίας της τηλεόρασης, είτε αυτή θα είναι πολυκαναλική ή διαδραστική, είτε συνδρομητική ή με πληρωμή ανά πρόγραμμα. Προβλέπεται, επίσης, η τηλεοπτική συσκευή του όχι τόσο μακρινού μέλλοντος να προσαρμόζεται στις αντιδράσεις μας και να προσαρμόζει το προσωπικό μας τηλεοπτικό κανάλι σε προγράμματα της αρεσκείας μας. Παράλληλα, θα μας «ρωτά» σε τακτά χρονικά διαστήματα εάν η επιλογή που έχει κάνει για εμάς μας αρέσει, ενδεχομένως κάνοντάς το αυτόματα καταγράφοντας (ή σκανάροντας) τα μάτια μας για την προσοχή που θα δίνουμε στο πρόγραμμα που βλέπουμε, καταργώντας στην πράξη έτσι τις εταιρίες μέτρησης της τηλεθέασης. Το πρώτο προσωπικό κανάλι ήδη υπάρχει, το χρησιμοποιούμε όλοι και το όνομά του είναι YouTube, μια πλατφόρμα «καλειδοσκόπιο» με τόσο διαφορετικές προτάσεις περιεχομένου. Οι διαδικτυακοί τηλεοπτικοί πάροχοι, όπως το Netflix, ήδη μας προτείνουν ταινίες και σειρές με γνώμονα τις επιλογές που έχουμε ήδη κάνει. Όμως, και σε αυτή την περίπτωση, παρά το πλήθος των τεχνολογικών προτάσεων, το περιεχόμενο είναι αυτό που θα καθορίσει την εξέλιξη και αποδοχή των νέων τεχνολογιών.

Ο τηλεοπτικός κλάδος είναι μια σημαντική αγορά. Η έλευση της τηλεόρασης, με τη μορφή μιας εφαρμογής (app) σημαίνει επίσης την έλευση πολλών νέων ανταγωνιστών στο πεδίο, πολλοί από αυτούς με επιχειρηματικά μοντέλα (και οικονομικούς στόχους) τελείως διαφορετικά από εκείνα που ξέραμε μέχρι σήμερα. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο καθένας μπορεί να κερδίσει, και έτσι σίγουρα θα υπάρχουν νικητές και ηττημένοι.
Το ερώτημα είναι λοιπόν κατά πόσο είμαστε τελικά έτοιμοι ως χώρα να ανταποκριθούμε στα κελεύσματα αυτής της νέας εποχής ή θα περιμένουμε άλλα τριάντα χρόνια για να καταλάβουμε πού βρισκόμαστε.