Του Στέλιου Παπαθανασόπουλου
Τον τελευταίο καιρό, λόγω των ανακαλύψεων στις εκσκαφές στον τύμβο της Αμφίπολης, καταγράφουμε διενέξεις ανάμεσα στους αρχαιολόγους. Αυτό δεν είναι πρωτόγνωρο. Στην πράξη, οι αρχαιολόγοι ήρθαν να προστεθούν στον κατάλογο των επιστημονικών κοινοτήτων. Ετσι μετά τους σεισμολόγους, τους νομικούς, ενίοτε τους γιατρούς και πρόσφατα λόγω κρίσης τους οικονομολόγους, μόλις στραφούν επάνω τους τα φώτα της δημοσιότητας οι επιστημονικές κοινότητες ή επιφανείς εκπρόσωποί τους φαίνονται ως να μην μπορούν να διαχειριστούν τη δημοσιότητά τους και ξεκινούν το γαϊτανάκι της αλληλοαμφισβήτησης.
Ευτυχώς στην προκειμένη περίπτωση των αρχαιολόγων δεν κινδυνεύουμε να «πεθάνουμε» από το άγχος μας, όπως στην περίπτωση των σεισμολόγων. Ούτε όπως στην περίπτωση των
οικονομολόγων που με τις αντιφατικές εκτιμήσεις τους οδήγησαν πολλούς να κοιμούνται με τις οικονομίες τους στο στρώμα. Εδώ η αμφισβήτηση συνδέεται με το αναμενόμενο αρχαιολογικό εύρημα, το οποίο συναρτάται άμεσα με τις εθνικές φαντασιώσεις και προσδοκίες. Γι’ αυτό και το ενδιαφέρον που προκαλεί είναι τόσο μεγάλο.
Δυστυχώς, όπως και με την περίπτωση των σεισμολόγων ή των οικονομολόγων, η μιντιακή συμπεριφορά των αρχαιολόγων ήταν προβλέψιμη. Σε τούτο συνέβαλαν ο φαραωνικού μεγέθους τάφος, το ενδιαφέρον της πολιτικής ηγεσίας, καθώς και η ανάγκη να καταδειχθεί ότι «κάτι κάνουμε τελικά σωστά σε αυτή τη χώρα».
Η υπεραπασχόληση των μέσων ενημέρωσης, ιδίως των τηλεοπτικών, με τον τύμβο, η «κλασική» αναζήτηση των δημοσιογράφων για ερμηνείες και ερμηνευτές, η προσπάθεια να «βγει είδηση», επέβαλαν ταχείς ρυθμούς ακόμη και στο έργο της ανασκαφής. Καθώς το κοινό φαίνεται να προσδοκά συνταρακτικά νέα και το υπουργείο ανακοινώνει ότι «το μνημείο θα μιλήσει μόνο του», η κορύφωση της αγωνίας είναι μάλλον αναμενόμενη.
Πού αρχίζει όμως η ενημέρωση και πού σταματά; – σε τέτοιες περιπτώσεις είναι ομολογουμένως εξαιρετικά δύσκολο. Δυστυχώς, τα όρια ανάμεσα στην ενημέρωση και την εικοτολογία, παράγωγο της υπερβολής, είναι δυσδιάκριτα. Kάτι που το είχαμε ξαναζήσει και σε παλαιότερες στιγμές, όπως με τους σεισμούς και την οικονομική κατάρρευση της χώρας.
Πράγματι, ένα αρχαιολογικό εύρημα και μάλιστα τέτοιου βεληνεκούς καθίσταται αυτόματα και εξ ορισμού πρώτη είδηση. Kαι αυτό γιατί ένας προσδοκώμενος σημαντικός τάφος στη Μακεδονία έχει όλους τους παράγοντες που τον καθιστούν είδηση πρωταρχικής σημασίας. Aν μη τι άλλο έχει επικαιρότητα, εγγύτητα, ιστορική και γεωπολιτική σπουδαιότητα, σπανιότητα, καθώς, όπως και να το κάνουμε, όλοι λίγο – πολύ αναμένουμε «αυτό που αναμένουμε», εκκρεμότητα και μάλιστα κλιμακούμενη εκκρεμότητα, αφού ανακαλύπτονται τμήματα του τύμβου και δεν ξέρεις τι θα επακολουθήσει. Βεβαίως όλα αυτά προκαλούν μια συγκίνηση ή/και συναισθηματική φόρτιση. Στα δε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η ανασκαφή χάνεται μέσα στο θόρυβο των σχολιασμών και εικασιών.
Ωστόσο, για μία ακόμη φορά και υπό το βάρος του ανταγωνισμού για το ποιος θα έχει τις περισσότερες αποκαλύψεις ή καλύτερες προβλέψεις, το μέτρο υποκαταστάθηκε αρκετές φορές από την υπερβολή. Ομως, η σύγχρονη ενημέρωση οφείλει να εντάσσεται σε κάποιο πλαίσιο, να προσφέρει πληροφορίες που έχουν έναν σκοπό, που οδηγούν κάποιον να αναζητήσει περισσότερες πληροφορίες με σκοπό να κατανοήσει κάτι που αφορά τον κόσμο. Χωρίς οργανωμένες πληροφορίες μπορεί να γνωρίζουμε κάτι από τον κόσμο, αλλά πολύ λίγα σχετικά με αυτόν. Οταν κάποιος έχει γνώση μπορεί να βγάζει νόημα από τις πληροφορίες, γνωρίζει πώς να συσχετίσει τις πληροφορίες με τη ζωή κάποιου και ειδικότερα γνωρίζει πότε οι πληροφορίες είναι άσχετες.
Το έργο των μέσων ενημέρωσης θα ήταν όμως μέγιστης σημασίας και συμβολής, αν με τη βοήθεια των ειδικών μάς ενημέρωναν καλύτερα για την τουριστική αξιοποίηση και προβολή της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Η δε συμβολή των επιστημόνων ακόμη μεγαλύτερη εάν μάθαιναν να διαχειρίζονται αποτελεσματικά και τη δημοσιότητα και κάποιοι «δημοσιογράφοι» να μην «άρπαζαν την ευκαιρία» για θετική δημοσιότητα.
Δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ, 20/09/2014