Πωλ Μάνινγκ
Κοινωνιολογία της ενημέρωσης. Ειδήσεις και πηγές ειδήσεων
Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη, 2007
Ηλίας A. Αθανασιάδης
Είναι γεγονός ότι στο πλαίσιο του παγκοσμιοποιημένου επικοινωνιακού πεδίου και υπό το φως των εντυπωσιακών νέων τεχνολογικών δεδομένων, το δημοσιογραφικό επάγγελμα και η διαδικασία της «παραγωγής» ειδήσεων χαρακτηρίζονται από πολυδιάστατες δομικές αλλαγές και προκλήσεις. Συγχρόνως, η φύση της ενημέρωσης μετασχηματίζεται, καθώς ο αριθμός και το είδος των μέσων ενημέρωσης και επικοινωνίας πολλαπλασιάζονται. Στην εποχή της άκρατης εμπορευματοποίησης των ειδήσεων σε συνδυασμό με την κυριαρχία της «ενημερωδιασκέδασης» (infotainment) και της ταχύτατης ανάδυσης της κοινωνικής δικτύωσης (social networking), όπου το κοινό των ΜΜΕ γίνεται -όπως διαφαίνεται- πιο ενεργό και περισσότερο επιφυλακτικό, το βιβλίο του Πωλ Μάνινγκ, Κοινωνιολογία της Ενημέρωσης, προσφέρει μια εξαιρετικά διαφωτιστική οπτική στην κοινωνιολογία των μέσων ενημέρωσης, εγείροντας κρίσιμα ερωτήματα για το ρόλο των ΜΜΕ στις μετανεωτερικές δημοκρατίες.
Σε γενικές γραμμές, τη διεισδυτική, με αντιπροσωπευτικά παραδείγματα από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη μελέτη του Μάνινγκ, η οποία βασίζεται σε στοιχεία δευτερογενούς αλλά και πρωτογενούς έρευνας, διατρέχει ένα σταθερό ενδιαφέρον για τη σχέση ανάμεσα στους δημοσιογραφικούς οργανισμούς και στις πηγές των ειδήσεων. Ειδικότερα, το πρώτο κεφάλαιο αποτελεί ουσιαστικά και την εισαγωγή του βιβλίου δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στο ρόλο των πηγών των ειδήσεων για την εύρυθμη λειτουργία του δημόσιου πεδίου. Η βασική άποψη που ορθά υποστηρίζεται από τον συγγραφέα είναι ότι για τον προσδιορισμό του επιπέδου υγείας της δημόσιας σφαίρας και της ικανότητάς της να υπηρετεί το δημοκρατικό αγαθό στις σύγχρονες κοινωνίες πρέπει να λαμβάνονται, καταρχάς, υπόψη τα ζητήματα που αφορούν στην πρόσβαση στα ΜΜΕ. Υπό αυτό το πρίσμα, ο διάλογος για τον «αρχικό ορισμό» του Hall παρέχει, κατά τον Μάνινγκ, ένα χρήσιμο σημείο εκκίνησης αφού τα ερωτήματα και τα θέματα που έχουν τεθεί διαμέσου της κριτικής στην προσέγγιση αυτή θεωρούνται καθοριστικά στην προσπάθεια κατανόησης της παραγωγής των ειδήσεων και του ρόλου που διαδραματίζουν οι πηγές των ειδήσεων.
Παράλληλα, ο Μάνιγκ προσφέρει μια χρήσιμη ανασκόπηση των θεωρητικών προσεγγίσεων για την ανάλυση της διαμάχης γύρω από τους ορισμούς των ειδήσεων και τη ροή των πληροφοριών (δεύτερο κεφάλαιο).Στη συνέχεια, αναφέρεται τόσο στις κριτικές αλλά και στη συμβολή των πλουραλιστικών προσεγγίσεων, όσον αφορά στην «εμπειρική ανάλυση της αλληλόδρασης ανάμεσα στις πολιτικές ελίτ και στις ελίτ των μέσων ενημέρωσης». Ο Μάνινγκ ιχνηλατεί με ενάργεια το ιστορικό πέρασμα από το νεωτερικό στο μετανεωτερικό σημειώνοντας χαρακτηριστικά ότι κεντρική θέση στη μελέτη των πηγών ενημέρωσης έχει «η κατανόηση του τρόπου με τον οποίο τόσο οι δομές, όσο και η δυναμική των κοινωνικών πρακτικών διαμόρφωσαν τη ροή των πληροφοριών που παράγονται από τη δραστηριότητα των πηγών των ειδήσεων και τις ανάγκες των ειδησεογραφικών φορέων».
Ο συγγραφέας, βασιζόμενος σε χρήσιμα παραδείγματα από τη Βρετανία και τις ΗΠΑ, διερευνά τους τρόπους με τους οποίους οι δημοσιογραφικοί οργανισμοί «διαχειρίζονται» τις διαδικασίες διαμέσου των οποίων οι πληροφορίες συλλέγονται και αναδεικνύονται σε ειδήσεις, ενώ αναλύει διεξοδικά τις διαδικασίες που ενθαρρύνουν τους δημοσιογράφους να υιοθετούν παρόμοια σχήματα για την καταγραφή των ειδήσεων (τρίτο κεφάλαιο). Ο Μάνινγκ καταδεικνύει την αυξανόμενη σημασία των ειδησεογραφικών πρακτορείων, η οποία έχει επιφέρει πολύπλοκες επιπτώσεις για τα διάφορα λόμπι και τους διαφημιστές που αναζητούν πρόσβαση στο πεδίο των ΜΜΕ. Επιπλέον, εξηγεί τους περιορισμούς και τις ευκαιρίες αναφορικά με τις πηγές των ειδήσεων. Εξετάζονται, τέλος, οι επιπτώσεις των νέων τεχνολογιώνγια τους δημοσιογραφικούς οργανισμούς και την παραγωγή των ειδήσεων και γενικότερα για το δημοσιογραφικό επάγγελμα και τη δομή της δημοσιογραφίας.
Το τέταρτο κεφάλαιο πραγματεύεται τους αναμφίβολους περιορισμούς που ασκούν η αγορά και η λογική της ιδιοκτησίας. Ο Μάνινγκ διακρίνει δύο διαστάσεις της εξουσίας: την εργαλειακή και τη δομική. Θεωρεί ότι για να διαμορφωθεί μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη συγκρότηση – διαμόρφωση της ροής της ενημέρωσης είναι απαραίτητο να εξερευνηθεί όχι μόνο η εργαλειακή άσκηση της εξουσίας από τους ιδιοκτήτες και η διεύθυνση των μέσων ενημέρωσης στην αίθουσα σύνταξης, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο οι δομές της αγοράς και οι οικονομικές πιέσεις οδήγησαν και καθόρισαν την εμπορευματοποίηση των ειδήσεων. Υπό αυτή την οπτική, το κεφάλαιο μελετά ζητήματα ισχύος που συσχετίζονται με την ιδιοκτησία των δημοσιογραφικών οργανισμών και τις συνέπειες για τη ροή των δημοσιογραφικών οργανισμών στις ανταγωνιστικές αγορές. Ο συγγραφέας περιγράφει την έκταση και το εύρος στο οποίο πολιτικοί και ΜΜΕ αλληλοσυνδέθηκαν από την περίοδο του μεσοπολέμου έως τις μέρες μας τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ. Τονίζει ότι η πολιτική εμπλοκή των ιδιοκτητών των ΜΜΕ, η δυνατότητά τους να δράσουν και να επηρεάσουν είναι ένα αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό της παρουσίας τους στο πολιτικοοικονομικό περιβάλλον. Σε αυτό το πνεύμα, εξηγεί τους τρόπους με τους οποίους οι ιδιοκτήτες εφημερίδων και τα διευθυντικά στελέχη τους οδηγούνται στη λήψη συγκεκριμένων αποφάσεων προκειμένου να ασκήσουν επιρροή (περιπτώσεις Μέρντοχ, Άξελ Σπρίνγκερ, Ερσάν, Μπερλουσκόνι). Κατά τον Μάνινγκ, η δημιουργία επιχειρησιακών συγκροτημάτων έχει σημαντικές επιπτώσεις στον τρόπο με τον οποίο οι ειδήσεις εμπορευματοποιούνται και διανέμονται μέσω των αγορών των ειδήσεων.
Στη συνέχεια, ο συγγραφέας εξετάζει την έλευση των νέων επικοινωνιακών τεχνολογιών όπως η δορυφορική, καλωδιακή και η ψηφιακή ραδιοτηλεοπτική μετάδοση τις τελευταίες δύο δεκαετίες, οι οποίες, σε συνδυασμό με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και το διαδίκτυο, προσφέρουν νέες ευκαιρίες για εμπορική αξιοποίηση από τις πολυεθνικές εταιρίες. Ο Μάνινγκ θεωρεί ότι η λογική της αγοράς, επιταχυνόμενη από δομικές πιέσεις, θα συνεχίσει να ενθαρρύνει τη συγκέντρωση ιδιοκτησίας και διαπιστώνει ότι η τάση της απορρύθμισης ουσιαστικά «καθοδηγείται» από την πίεση των αγορών των μέσων επικοινωνίας. Σημειώνει δε περαιτέρω ότι «οι τάσεις αυτές χαλάρωσης των θεσμικών πλαισίων από κυβερνήσεις όλων των πολιτικών αποκλίσεων και οι οποίες καθοδηγούνται από διαρθρώσεις της αγοράς προσκρούουν στο εύρος και στο χαρακτήρα των πολιτικών λόγων οι οποίοι υποστηρίζονται από τα ΜΜΕ». Σε αυτό το πλαίσιο συζήτησης, ο συγγραφέας αναφέρεται σε στοιχεία από όλη την Ευρώπη που καταδεικνύουν ότι η απορρύθμιση, ο αχαλίνωτος ανταγωνισμός και η εμπορευματοποίηση οδηγούν στην τυποποίηση του πολιτιστικού περιεχομένου ενθαρρύνοντας πιο δημοφιλείς ή λαϊκίστικες μορφές τηλεοπτικών ειδήσεων, αλλά καθιστούν, έτσι, πιο δύσκολη την ανάδυση ή διατήρηση προγραμμάτων που αναλύουν σε βάθος τα τεκταινόμενα.
Στο πέμπτο κεφάλαιο ο Μάνινγκ -με έμφαση στη βρετανική εμπειρία- επικεντρώνεται στους τυπικούς και άτυπους ελέγχους πάνω στη ροή των πληροφοριών. Εξετάζει το κρίσιμο ζήτημα του ρόλου των εκπροσώπων Τύπου, των συμβούλων επικοινωνίας και του συστήματος των λόμπι στην πολιτική καταδεικνύοντας τα όρια της διαχείρισης των ειδήσεων και αναλύοντας το κατά πόσο το πολιτικό μάρκετινγκ, η έμφαση στον τρόπο, στην παρουσίαση και στην εικόνα μπορεί να βοηθήσει τη δημοκρατική διαδικασία.
Τα επόμενα δύο κεφάλαια, σε γενικές γραμμές, αναφέρονται στην προσπάθεια των πηγών των ειδήσεων να διασφαλίσουν πρόσβαση στα μέσα ενημέρωσης. Ειδικότερα, ο Μάνινγκ εστιάζει στις οργανώσεις πέραν της κυβέρνησης οι οποίες επιζητούν να διαμορφώσουν την παραγωγή των ειδήσεων ή να επηρεάσουν την «ημερήσια διάταξη» των ειδήσεων μέσω της αλληλόδρασής τους με τους δημοσιογράφους και τους δημοσιογραφικούς οργανισμούς. Ο συγγραφέας επιχειρεί να αποδείξει ότι δεν αρκεί μόνο η ικανότητα να δημιουργείται ένα θέμα που θα ενδιαφέρει τους δημοσιογράφους αλλά πρέπει να κατανοηθούν από τους σχεδιαστές μιας καμπάνιας καταρχάς οι ειδησεογραφικές αξίες που προσανατολίζουν τα ενδιαφέροντα και την επιλογή κριτηρίων συγκεκριμένων δημοσιογράφων. Για τον λόγο αυτό εξετάζει σε βάθος τη διαδικασία της παραγωγής ειδήσεων και την άσκηση εταιρικής επιρροής. Στο πλαίσιο αυτής της ανάλυσης, ο Μάνινγκ επικεντρώνει την προσοχή του στο κατά πόσον οι «πολιτικά περιθωριοποιημένες ομάδες» όπως τα συνδικάτα, οι οικολογικές ομάδες και οι οργανώσεις που πραγματοποιούν εκστρατείες στους χώρους της υγείας και της κοινωνικής πολιτικής μπορούν να βρουν τρόπους ώστε «να αντισταθμίσουν τη δύναμη και τα πλεονεκτήματα των υλικών και των συμβολικών πηγών που έχουν στη διάθεσή τους οι εταιρίες και οι κρατικοί θεσμοί στον αγώνα για τον έλεγχο της ροής της ενημέρωσης». Αυτές οι ομάδες, όπως ο ίδιος πιστεύει, είναι πιθανό να υιοθετήσουν τη λογική της «πολιτικής του θεάματος», ως επικοινωνιακή στρατηγική για την εξασφάλιση της δημοσιογραφικής κάλυψης.
Πιο συγκεκριμένα, περιγράφει το πώς τα συνδικάτα σε όλο τον κόσμο αποσκοπούν να συνεργάζονται με τα ΜΜΕ με στόχο να εφαρμόσουν τις επικοινωνιακές στρατηγικές τους στο και παράλληλα στρέφονται ολοένα και περισσότερο στο διαδίκτυο το οποίο αποτελεί πια ένα σημαντικό εργαλείο στην εκπλήρωση βασικών επικοινωνιακών λειτουργιών. Στη συνέχεια, ο Μάνινγκ υποστηρίζει ότι οι ευκαιρίες που παρέχονται από την εντεινόμενη κάλυψη των ΜΜΕ σε περιβαλλοντικά θέματα έχουν εμφανώς ενθαρρύνει τις «νέες» περιβαλλοντικές οργανώσεις (με βασικότερα παραδείγματα τις οργανώσεις ‘Greenpeace’ και ‘Friends of the Earth’) στο να σχεδιάζουν τις εκστρατείες τους με βάση τις ειδησεογραφικές αξίες. Συγχρόνως, αναδεικνύει το αυξανόμενο ενδιαφέρον για τα οικολογικά – περιβαλλοντικά ζητήματα που επιδεικνύουν πολυεθνικές επιχειρήσεις, οι οποίες είναι πιο πιθανόν να εκτεθούν σε αρνητική δημοσιογραφική κάλυψη που προκύπτει από τις επενδυτικές και παραγωγικές στρατηγικές τους.
Στο όγδοο κεφάλαιο εξετάζονται οι αντιδράσεις του κοινού στην πολιτική επικοινωνία και ο αντίκτυπος που προκαλούν τα μέσα ενημέρωσης γενικότερα. Τα στοιχεία που παραθέτει ο Μάνινγκ καταδεικνύουν ότι το κοινό φαίνεται όλο και περισσότερο απογοητευμένο και ότι αντιμετωπίζει με περισσότερο κριτικό και επιφυλακτικό τρόπο τα μηνύματα που προσλαμβάνει, αφού έχει τη δυνατότητα πλέον να στρέφεται σε εναλλακτικές πηγές ενημέρωσης. Καταγράφει τις αλλαγές στο επίκεντρο των ερευνητικών μελετών από τις βραχυπρόθεσμες ή «άμεσες» επιδράσεις των μέσων έως τις μακροπρόθεσμες σωρευτικές επιδράσεις, από τα μοντέλα, δηλαδή, της «δι-φασικής ροής της επικοινωνίας» και την εξέλιξή τους στη «θεώρηση των χρήσεων και ικανοποιήσεων» -τις αρχικές, δηλαδή, θεωρήσεις που απεικόνιζαν τα ΜΜΕ ως πανίσχυρα και τις μάζες ευάλωτες. Αλλιώς ειπωμένο, ο Μάνινγκ επικεντρώνεται στη στροφή από τη μελέτη των συμπεριφορικών και εμπειρικών προσεγγίσεων στις γνώσεις κυρίως στο πεδίο έρευνας της πολιτικής επικοινωνίας. Περιγράφει τη θεωρητική προσέγγιση της καλλιέργειας που σχετίζεται με το έργο του Gerbner και προχωρά συγχρόνως σε μια κριτική επανεκτίμηση της πρώιμης πολιτικής έρευνας του ακροατηρίου.
Η βασική άποψη του συγγραφέα -που εντοπίζεται και σε αυτό το κεφάλαιο- είναι ότι η ευρύτερη και βαθύτερη κατανόηση της φύσης της πολιτικής επικοινωνίας μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν η έρευνα του ακροατηρίου τεθεί στο πλαίσιο μια ανάλυσης των δομών και διαδικασιών που διαμορφώνουν την ειδησεογραφική παραγωγή των ΜΜΕ. Κοντολογίς, υποστηρίζοντας ότι μια πιο γόνιμη γραμμή έρευνας είναι η διερεύνηση περισσότερο της γνωστικής παρά της συμπεριφορικής διάστασης. Για την ενίσχυση αυτού του επιχειρήματος περιγράφει τον ενεργό ρόλο των ΜΜΕ στον καθορισμό της ημερήσιας διάταξης στην ειδησεογραφία και εξηγεί τους λόγους της γενικής έλξης που άσκησαν τα σχετικά μοντέλα και έρευνες της θεματολογίας στις ΗΠΑ. Ταυτόχρονα καταδεικνύει τα εγγενή προβλήματά της γνωστική διάστασης τονίζοντας την ανάγκη ύπαρξης μακροσκοπικής οπτικής, προκειμένου να διαπιστωθεί η αλλαγή στη φύση των συσχετισμών ανάμεσα στο περιεχόμενο των ΜΜΕ και στη δημόσια θεματολογία.
Καταλήγοντας, μια από τις σημαντικότερες διαπιστώσεις του Μάνινγκ είναι ότι αν και οι υλικοί και συμβολικοί πόροι για τον «έλεγχο» της ροής των πληροφοριών δεν είναι ομοιόμορφα κατανεμημένοι στις σύγχρονες κοινωνίες αυτό «δεν σημαίνει ότι οι οικονομικά ισχυροί θα ελέγχουν εσαεί τη διακίνηση των ιδεών και των εικόνων». Ο συγγραφέας τονίζει ότι το διαδίκτυο προσφέρει πράγματι κάποιες εναλλακτικές λύσεις και εξηγεί δε περαιτέρω ότι η πρόσβαση στις κύριες δημόσιες σφαίρες χαρακτηρίζεται από συνεχείς αντιπαραθέσεις και διεκδικήσεις. Κατά τον Μάνινγκ, τα ακροατήρια των ΜΜΕ είναι μεν ενεργά και επιφυλακτικά αλλά, όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει, «τα ακροατήρια μπορούν να αρχίσουν την κρίσιμη αποκωδικοποίησή τους μόνο όταν υπάρχουν τα διαθέσιμα εργαλεία ή οι σχετικές πληροφορίες».
Συμπερασματικά, η μελέτη της διαδικασίας «παραγωγής» των ειδήσεων και των πολλών εμποδίων που δημιουργούνται στο έργο των δημοσιογράφων αποτελεί έναν έγκριτο και πολύτιμο οδηγό για τους τρόπους με τους οποίους οι -λιγότερο ή περισσότερο ισχυρές- ομάδες και οργανώσεις (δηλαδή οι πηγές των ειδήσεων) και οι δημοσιογραφικοί οργανισμοί αλληλοδρούν στο πλαίσιο των περιορισμών που τίθενται από τις αγορές, τις δομές της ιδιοκτησίας και τους πολιτικούς θεσμούς στο ολοένα και περισσότερο κατακερματισμένο επικοινωνιακό περιβάλλον των σύγχρονων μεσοκεντρικών δημοκρατιών.
Για περισσότερες πληροφορίες ακολουθήστε το link:
http://www.kastaniotis.com/book/978-960-03-4514-8