Στέλιος Παπαθανασόπουλος (επιμέλεια – εισαγωγή – μετάφραση)
Τα μέσα επικοινωνίας στον 21ο αιώνα
Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη, 2011
Ηλίας Α. Αθανασιάδης
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο δεκαετιών, έχουν συντελεστεί και συνεχίζουν να συντελούνται εντυπωσιακές μεταβολές στο παγκοσμιοποιημένο επικοινωνιακό πεδίο. Στις συνθήκες αυτές που χαρακτηρίζονται από έντονη ρευστότητα επανακαθορίζονται κρίσιμα ζητήματα τα οποία συνδέονται με την κυρίαρχη θέση που καταλαμβάνουν τα μέσα επικοινωνίας στο κοινωνικο-πολιτικό και πολιτισμικό γίγνεσθαι. Ειδικότερα, στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα η παραδοσιακή θεώρηση των ΜΜΕ ως μέσων μονόδρομης επικοινωνίας υποχωρεί ολοένα και περισσότερο αφού τα νέα ψηφιακά μέσα προσφέρουν απεριόριστες δυνατότητες για αμφίδρομη και πολλαπλή επικοινωνία ανάμεσα σε πομπό/πομπούς και δέκτη/δέκτες. Σε αυτό το πλαίσιο, η θεαματική ανάπτυξη του διαδικτύου δημιουργεί νέες ευκαιρίες και προκλήσεις στη μετανεωτερική εκδοχή της κοινωνίας της πληροφορίας επιταχύνοντας, παράλληλα, τη διείσδυση μιας καταρχήν τεχνολογικής αντίληψης.
Η συλλογική έκδοση την οποία επιμελείται ο Στέλιος Παπαθανασόπουλος πραγματεύεται, σε γενικές γραμμές, τη δυναμική αυτή και σύνθετη σχέση των μέσων επικοινωνίας και της κοινωνίας στον 21ο αιώνα. Πιο συγκεκριμένα, το βιβλίο χωρίζεται σε πέντε μέρη τα οποία καλύπτουν ένα ευρύτατο φάσμα θεμάτων που συγκροτούν τον πυρήνα της σύγχρονης έρευνας στον πολυδιάστατο χώρο της επικοινωνίας. Στην αρχή του πρώτου μέρους το οποίο επικεντρώνεται στο γενικότερο επικοινωνιακό περιβάλλον ο James Curran αναλύει με κριτικό πνεύμα τις επιρροές της νεοφιλελεύθερης πρακτικής σκέψης και πολιτικής στις σπουδές επικοινωνίας με βασικό σημείο αναφοράς το βρετανικό παράδειγμα. Ειδικότερα, εξετάζει με εύληπτο τρόπο το πώς μετατοπίστηκε το πεδίο της μελέτης των σπουδών των μέσων επικοινωνίας και του πολιτισμού στη Βρετανία από την «ολιστική» όπως χαρακτηρίζεται ριζοσπαστική «μαρξίζουσα» παράδοση της δεκαετίας του 1970 (Hall) σε μετανεωτερικές θεωρήσεις (με κύριους εκφραστές τους Baudrillard, Foucault) αλλά και στην πολιτισμική λαϊκιστική παράδοση (Willis, Fiske) στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Ο Curran εξηγεί γιατί στην έρευνα των μέσων επικοινωνίας και του πολιτισμού είναι παραπλανητική η «σιωπηρά θετική εικόνα της αγοράς ως ουδέτερος μηχανισμός» η οποία έχει ενισχυθεί από την επικράτηση των νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων στη Βρετανία τα τελευταία 25 χρόνια. Επιπλέον, αναλύει τους λόγους που θεωρεί -μάλλον δικαιολογημένα- υπερβολικούς τους τρόπους με τους οποίους περιγράφονται οι χειραφετικές λειτουργίες των νέων μέσων και καταδεικνύει πώς η μελέτη των μέσων επικοινωνίας και του πολιτισμού έχει αποσπαστεί από την επαρκή εξερεύνηση του ρόλου των ΜΜΕ στην ανάπτυξη των ανισοτήτων.
Στη συνέχεια ο Kevin Robins εστιάζει το ενδιαφέρον του στις νέες μορφές διαπολιτισμικότητας και στην πολιτιστική πολιτική για τη διαφορετικότητα στις σύγχρονες ευρωπαϊκές κοινωνίες. Υποστηρίζει ότι σε πολλά πεδία πολιτικής οι υπερεθνικές και διαπολιτισμικές θεωρήσεις και τα αντίστοιχα μέτρα είναι πλέον ολοένα και περισσότερο αναγκαία. Υπό αυτή την οπτική, επισημαίνει ότι είναι εφικτή η διαμόρφωση ενός «γνήσια ευρωπαϊκού πλαισίου για την πολιτιστική διαφορετικότητα». Το πρώτο μέρος του βιβλίου ολοκληρώνεται με το άρθρο του Στέλιου Παπαθανασόπουλου «Όψεις της Παγκοσμιοποίησης των Μέσων Επικοινωνίας». Με διεισδυτικό πνεύμα ο συγγραφέας πραγματεύεται, μεταξύ άλλων, τα ζητήματα του επανακαθορισμού της ιδιοκτησίας των μέσων επικοινωνίας, του διαφορετικού βαθμού πρόσβασης και του «ψηφιακού χάσματος» σε μια νηφάλια συζήτηση για τον «κοσμοπολιτισμό» και την παγκοσμιοποίηση των επικοινωνιών. Βασική διαπίστωση του Παπαθανασόπουλου είναι ότι για την κατανόηση των ΜΜΕ είναι απαραίτητη η κατανόηση της πολιτικής οικονομίας της επικοινωνίας.
Στο δεύτερο μέρος του τόμου με θέμα τις μεταβολές στο πεδίο της μαζικής επικοινωνίας ο Παπαθανασόπουλος αναλύει με ενάργεια τις εξελίξεις στα νέα μέσα επικοινωνίας στην Ευρώπη και ειδικότερα στα πεδία της ψηφιακής τηλεόρασης, του διαδικτύου, της διαδικτυακής τηλεόρασης (IPTV), και της τηλεόρασης μέσω κινητών τηλεφώνων. Ο συγγραφέας καταδεικνύει ότι η ανάπτυξη των «νέων» μέσων είναι περισσότερο προσταγή της βιομηχανίας παρά προσπάθεια ανταπόκρισης στις ανάγκες του κοινού.
Στο επόμενο άρθρο του δεύτερου μέρους ο Jeremy Tunstall εξετάζει τη γεωπολιτική κατανομή των μέσων επικοινωνίας και το ζήτημα των εξαγωγών των επικοινωνιακών προϊόντων. Παρά την επιχειρηματολογία που έχει αναπτυχθεί για την παγκοσμιοποίηση και τον εξαμερικανισμό των ΜΜΕ ο επιφανής καθηγητής του Πανεπιστημίου City του Λονδίνου διαπιστώνει την αντοχή και ενδεχομένως την αυξανόμενη δύναμη της εθνικής κουλτούρας και των εθνικής εμβέλειας μέσων επικοινωνίας. Ταυτόχρονα εξηγεί ότι σταδιακά αποδυναμώνεται η κυρίαρχη θέση των αμερικανικών μέσων επικοινωνίας, καθώς άλλες δυνάμεις, όπως η Κίνα και η Ινδία, αναδύονται στο παγκόσμιο στερέωμα. Στο πλαίσιο δε αυτής της συζήτησης διευκρινίζει ότι ουσιαστικά οι ΗΠΑ επικρατούν προς το παρόν με τη βοήθεια της Ευρώπης αφού διαθέτουν από κοινού μια ενοποιημένη βιομηχανία μέσων.
Το τρίτο μέρος επικεντρώνεται στην «κοινωνία της πληροφορίας». Ο Frank Webster ανιχνεύει την πορεία της έρευνας για την «κοινωνία της πληροφορίας» σε σχέση με τις τάσεις στην κοινωνιολογία και τις πολιτιστικές σπουδές. Πιο συγκεκριμένα, ο συγγραφέας θεωρεί ότι η κοινωνιολογική έρευνα στις Τεχνολογίες της Πληροφορίας και της Επικοινωνίας (ΤΠΕ) δεν κατόρθωσε να αναπτύξει σημαντικό έργο αντίστοιχο με εκείνο των Daniel Bell και Manuel Castells στους οποίους αποδίδονται η σύλληψη της έννοιας της «κοινωνίας της πληροφορίας» και της «δικτυακής κοινωνίας» αντίστοιχα. Υπό αυτό το πρίσμα, κατά τον Webster η κοινωνιολογία έχει εν μέρει υπερκεραστεί από τις πολιτιστικές σπουδές σε ό,τι αφορά την ανάλυση των πολιτιστικών αλλαγών της εποχής μας με κύριο χαρακτηριστικό την τεράστια εξάπλωση του συμβολισμού.
Στη συνέχεια η Κορίννα Πατέλη στο άρθρο της με τίτλο «Κοινωνικά Μέσα και Εξουσία» εστιάζει το ενδιαφέρον της στην πολιτική οικονομία της «κοινωνίας της πληροφορίας». Τοποθετώντας τα λεγόμενα «κοινωνικά μέσα», ή «μέσα κοινωνικής δικτύωσης», όπως το Facebook και το Twitter στο πλαίσιο της ευρύτερης πολιτικής οικονομίας του διαδικτύου η συγγραφέας παρατηρεί ότι έχουν αναπτυχθεί στο πλαίσιο ενός απορρυθμισμένου πεδίου ανάπτυξης και υποστηρίζει ότι έχουν σχεδιαστεί ως μέσα για εμπορική εκμετάλλευση. Η Πατέλη σημειώνει χαρακτηριστικά ότι η εξατομίκευση είναι αναπόσπαστο μέρος της επικοινωνίας στα «κοινωνικά μέσα» σε βαθμό που «η ίδια η διαδικασία της εξατομίκευσης-τυποποίησης συνιστά το προϊόν».
Το άρθρο της Ζιζής Παπαχαρίση «Οι “συμπεριφορές” των Κοινωνικών Δικτύων», αποτελεί ουσιαστικά μια πολυεπίπεδη συγκριτική ανάλυση τριών δημοφιλών ιστοσελίδων κοινωνικής δικτύωσης του Facebook, του LinkedIN και του AsmallWorld. Περιγράφει ενδελεχώς τους τρόπους με τους οποίους οι χρήστες προσαρμόζουν τους εν λόγω διαδικτυακούς χώρους για να εξατομικεύσουν και να προσαρμόσουν την επικοινωνία που βασίζεται στις δικές τους συνήθειες, και σε ποιο βαθμό οι αρχιτεκτονικές επιλογές που προσφέρονται καθοδηγούν τον κύκλο διαχείρισης των αυτοπαρουσιάσεων.
Στο επόμενο άρθρο της εν λόγω ενότητας η Λίζα Τσαλίκη πραγματεύεται τη σχέση των παιδιών με το διαδίκτυο και παρουσιάζει τα αποτελέσματα από το ερευνητικό πρόγραμμα «Παιδιά και Διαδίκτυο στην Ελλάδα: Ευκαιρίες και Κίνδυνοι» (2008-2009), εστιάζοντας ιδιαίτερα στη διάχυση των «κοινωνικών μέσων» στην ελληνική νεολαία, στους κινδύνους και στις ευκαιρίες που συνδέονται με αυτά. Η συγγραφέας εξετάζει τις παραμέτρους της ιδιωτικότητας και του επιπέδου τεχνολογικού αλφαβητισμού των παιδιών και των εφήβων και καταθέτει μια σειρά από συστάσεις πολιτικής σχετικά με την «καλή χρήση» του διαδικτύου τονίζοντας την ανάγκη για μια «κουλτούρα κοινής υπευθυνότητας» όπου τόσο η οικογένεια όσο και το κράτος και η αγορά θα παίξουν ο καθένας το ρόλο τους.
Το τέταρτο μέρος του συλλογικού αυτού τόμου επικεντρώνεται στις εξελίξεις στο δημοσιογραφικό πεδίο. Στην ενότητα αυτή αρχικά η Jean Seaton αναδεικνύει και εξηγεί τους λόγους που τα ΜΜΕ ασχολούνται τόσο πολύ με το να παρουσιάζουν και να κρίνουν την «ιδιωτική» ζωή των δημοσίων προσώπων. O Philip Taylor στη συνέχεια στρέφεται στο θέμα της ενημέρωσης εν καιρώ πολέμου και εξηγεί τη λειτουργία των μηχανισμών προπαγάνδας ως προς την παγκόσμια ροή αλλά και τη φύση των ειδήσεων στο πλαίσιο των συγκρούσεων του 21ου αιώνα. Στο επόμενο κεφάλαιο ο Mark Deuze αναλύει τα δομικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά αλλά και την προστιθέμενη αξία στον τομέα της ενημέρωσης των τεσσάρων πιο διακριτών ειδών διαδικτυακής δημοσιογραφίας: τις ειδησεογραφικές ιστοσελίδες, τους ιστότοπους ευρετηρίων και κατηγοριών και το φαινόμενο των ιστολογίων, τους μετα-ιστότοπους και τις ιστοσελίδες σχολιασμού και τέλος τους ιστότοπους διαλόγου και ανταλλαγής απόψεων. Τέλος, κλείνοντας την ενότητα, ο Γιώργος Πλειός στο άρθρο του πραγματεύεται μερικά από τα σημαντικότερα ζητήματα που σχετίζονται με την άνοδο των ιστολογίων (blogs) υποστηρίζοντας ότι τα «παλιά» μέσα εξακολουθούν να ασκούν σημαντική επιρροή στα «νέα» και ιδιαίτερα στο περιεχόμενο και στον τρόπο διαμόρφωσής του.
Στο πέμπτο μέρος εξετάζεται η ανταγωνιστικά συμβιωτική σχέση πολιτικής και μέσων επικοινωνίας. Στο νέο πολιτικό περιβάλλον που διαμορφώνεται τα πολιτικά κόμματα στην Ευρώπη εν μέσω μιας πολύπλευρης οικονομικής κρίσης βιώνουν την αδιαφορία και τη μείωση της εμπιστοσύνης των πολιτών σε αυτά και προσπαθούν με όχημα τις νέες επικοινωνιακές τεχνολογίες να τους επαναπροσελκύσουν. Ο Στέλιος Παπαθανασόπουλος αρχικά αναλύει τις αλλαγές στις τεχνολογίες της επικοινωνίας και τον αντίκτυπο που έχουν στον κόσμο της πολιτικής. Ο συγγραφέας εξηγεί τον ολοένα αυξανόμενο ρόλο της καινοτομίας και της εξειδίκευσης στο πεδίο της πολιτικής επικοινωνίας. Ο Πρόδρομος Γιαννάς επιχειρεί να καλύψει στο άρθρο του το διαφαινόμενο κενό στη βιβλιογραφία του πολιτικού μάρκετινγκ σε σχέση με αυτή της πολιτικής επιστήμης. Στην ανάλυσή του καταδεικνύει την ανάγκη περαιτέρω όσμωσης των μελετητών του πολιτικού μάρκετινγκ με τα κείμενα της πολιτικής θεωρίας για τη δημοκρατία και ουσιαστικά ενός μεθοδολογικού προσανατολισμού με μεγαλύτερη έμφαση στις ποιοτικές μεθόδους του πολιτικού μάρκετινγκ.
Οι Αθανάσιος Σαμαράς και Στέλιος Παπαθανασόπουλος εστιάζουν το ερευνητικό τους ενδιαφέρον στην πολιτική επικοινωνία και συγκεκριμένα στις τηλεοπτικές αναμετρήσεις, η τηλεμαχίες, των πολιτικών αρχηγών στην Ελλάδα. Οι συγγραφείς αναλύουν στη μελέτη τους με συστηματικό και αντικειμενικό τρόπο το περιεχόμενο των τηλεμαχιών στην Ελλάδα δίνοντας έμφαση στη χρήση του αρνητισμού και των επιθέσεων στις προεκλογικές εκστρατείες κατά την περίοδο 1996 έως 2009. Η Αναστασία Καβαδά εξετάζει τις δυνατότητες και τους περιορισμούς του διαδικτύου για τα νέα παγκόσμια και αποκεντρωμένα κοινωνικά κινήματα του 21ου αιώνα. Αναδεικνύει τη σημασία της διαπροσωπικής επαφής για τη δημιουργία σχέσεων εμπιστοσύνης και τη διαμόρφωση συλλογικής ταυτότητας στο σύγχρονο ακτιβισμό.
Στην εποχή της σύγκλισης και ψηφιοποίησης των επικοινωνιών τα μέσα γίνονται περισσότερο εξατομικευμένα αλλά και το κοινό κατακερματίζεται. Η απήχηση του περιεχομένου των «παραδοσιακών» και «νέων» μέσων αλλά και η κοινωνική δυναμική των εξελίξεων αποτελούν κατά τον Στέλιο Παπαθανασόπουλο δομικούς παράγοντες στη διαμόρφωση του νέου επικοινωνιακού τοπίου. Ωστόσο, στον επίλογο του τόμου, τονίζει ότι καθοριστικό ρόλο στην πορεία των μέσων επικοινωνίας θα έχει η αξιοπιστία τους στο πεδίο της ενημέρωσης.
Συμπερασματικά, οι διακεκριμένοι στον ελληνικό και διεθνή ακαδημαϊκό χώρο συνεργάτες της συλλογικής έκδοσης αναλύουν με ενάργεια μερικά από τα σημαντικότερα ζητήματα που αφορούν στη σχέση των μέσων επικοινωνίας και της κοινωνίας στον 21ο αιώνα εξετάζοντας με ιδιαίτερα εύληπτο τρόπο τους εν εξελίξει μετασχηματισμούς σε επίπεδο θεωρίας και δομής στο επικοινωνιακό πεδίο και ειδικότερα όσον αφορά στην ενημέρωση και τη δημοσιογραφία, την πολιτική επικοινωνία και τις σχέσεις πολιτών και «νέων» μέσων.
Για περισσότερες πληροφορίες ακολουθήστε το link:
http://www.kastaniotis.com/book/978-960-03-5151-4