Paywalls: Πόσο αξίζει η ποιοτική δημοσιογραφία;
Η συζήτηση για τις «κλειδωμένες ειδήσεις» και την πρόσβαση στο διαδικτυακό περιεχόμενο των εφημερίδων βρίσκεται στο προσκήνιο τα τελευταία χρόνια. Τα περιβόητα paywalls εμφανίστηκαν ως η πανάκεια για την οικονομική επιβίωση της έντυπης δημοσιογραφίας στην εποχή της επέλασης του διαδικτύου. Για κάποιους εκδότες τα «paywalls» αποτέλεσαν τον «Δούρειο Ίππο» για να χτυπήσουν τον εχθρό εκ των έσω. Με άλλα λόγια, αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν τις δυνατότητες που προσφέρουν οι νέες τεχνολογίες για να αποκτήσουν πόρους, προκειμένου να κρατήσουν ζωντανή την έντυπη δημοσιογραφία, μολονότι το εγχείρημα των «paywalls» φαίνεται να ευνοεί συγκεκριμένες εφημερίδες, οι οποίες προσφέρουν ποιοτικό/εξειδικευμένο περιεχόμενο (Ηebbard, 2013).
Οι μορφές του οικονομικού αντιτίμου που πρέπει να καταβάλει ο αναγνώστης για να έχει πρόσβαση στο on-line περιεχόμενο των εφημερίδων ποικίλουν ανάλογα με την πολιτική που ακολουθεί το κάθε μέσο[i]. Έτσι υπάρχουν εφημερίδες που επιτρέπουν στους αναγνώστες ένα πεπερασμένο αριθμό άρθρων χωρίς χρέωση και μόλις υπερβούν αυτό το όριο, επιβάλλουν χρεώσεις για το προς κατανάλωση περιεχόμενο. Πρόκειται για ένα μοντέλο που εφήρμοσε η εφημερίδα «New York Times» με εξαιρετικά αποτελέσματα. Άλλες εφημερίδες εξ αρχής απαιτούν συνδρομή για την πρόσβαση στο περιεχόμενό τους – και μάλιστα συχνά προσφέρουν και κάποιες επιπλέον υπηρεσίες στο πακέτο της συνδρομής, όπως για παράδειγμα newsfeeds στο κινητό τηλέφωνο του συνδρομητή. Η «Wall Street Journal» χρέωνε πάντα την πρόσβαση στο διαδικτυακό της περιεχόμενο, «επενδύοντας» στην εξειδικευμένη πληροφόρηση ενός κοινού το οποίο είχε συγκεκριμένα ενδιαφέροντα.
Ανεξάρτητα όμως από το μοντέλο των paywalls που υιοθετεί ή θα υιοθετήσει κάθε εφημερίδα, οι υπέρμαχοι αυτής της λογικής προτάσσουν το ακόλουθο σκεπτικό: Το δωρεάν περιεχόμενο μπορεί να προσελκύει περισσότερους διαφημιστές, λόγω του δυνητικά μεγαλύτερου αναγνωστικού κοινού στο οποίο απευθύνεται. Στην πράξη ωστόσο, τα διαφημιστικά έσοδα δεν είναι αρκετά για να στηρίξουν τη λειτουργία του μέσου. Κι αυτό, γιατί παραδοσιακά ο Τύπος στηρίζεται σε ένα μεικτό οικονομικό μοντέλο που αφορά τόσο τα έσοδα από τις διαφημίσεις όσο και τα κέρδη από τις πωλήσεις.
Ίσως, όπως παρατηρεί ο ΤonyRogers, το πρόβλημα δεν είναι ότι οι εφημερίδες αποφασίζουν να προσφέρουν το περιεχόμενο τους διαδικτυακά έναντι οικονομικής επιβάρυνσης, αλλά το γεγονός ότι αυτό το μοντέλο δεν ακολουθήθηκε από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας οn-line εκδόσεων των εφημερίδων. Τώρα πια το αναγνωστικό κοινό έχει ταυτίσει στη συνείδησή του το διαδίκτυο με την ελεύθερη πρόσβαση στο πληροφοριακό υλικό, γεγονός που σημαίνει ότι η λογική του «κλειδωμένου περιεχομένου» μπορεί να λειτουργήσει αρνητικά για το μέσο, απομακρύνοντας από αυτό πιθανούς αναγνώστες. Σχετική έρευνα κατέδειξε ότι οι χρήστες του διαδικτύου, ήταν αντίθετοι με την ιδέα να πληρώνουν συνδρομή για να έχουν πρόσβαση στο διαδικτυακό περιεχόμενο μιας εφημερίδας, γεγονός που δεν σχετίζεται με το οικονομικό ή μορφωτικό τους επίπεδο (Chyi, 2005, σ.138-140). Άλλες φωνές επικεντρώνονται σε ζητήματα δημοκρατικότητας και υπογραμμίζουν ότι η επιβολή περιορισμών στη βασική αρχή της ελεύθερης πρόσβασης στο διαδίκτυο, δημιουργεί ένα κοινό δύο ταχυτήτων: τους έχοντες τους πόρους, άρα και το δικαίωμα στην πληροφόρηση και αυτούς που αδυνατούν να πληρώσουν και ως εκ τούτου αποκλείονται από την πληροφόρηση (Pickard & Williams, 2013, σ.208).
Τα υβριδικά μοντέλα paywalls επιτυγχάνουν αυτή την λεπτή ισορροπία: προσφέρουν ικανοποιητικό αριθμό «δωρεάν» άρθρων, ώστε να μην αποθαρρύνουν πιθανούς νέους αναγνώστες από το να επισκέπτονται το διαδικτυακό τόπο της εφημερίδας κι από την άλλη πλευρά προσφέρουν πακέτα συνδρομών στους «αφοσιωμένους» αναγνώστες τους. Μάλιστα, δεν είναι λίγοι αυτοί που εκτιμούν ότι το «κλειδωμένο περιεχόμενο» ενδύεται με υπεραξία στο φαντασιακό του αναγνώστη, ο οποίος είναι διατεθειμένος να πληρώσει για να αποκτήσει πρόσβαση στο «περιεχόμενο που δεν είναι για όλους». Την ίδια στιγμή, η απόφαση μιας εφημερίδας να «κλειδώσει» συγκεκριμένα θέματα ή κατηγορίες θεμάτων, φανερώνει τα δικά της κριτήρια ως προς την αξία ή την ιεράρχηση των ειδήσεων (Kvalheim, 2013, σ.37-38). Το ζητούμενο όμως είναι το περιεχόμενο αυτό να ανταποκρίνεται και στις προσδοκίες του αναγνώστη. Δεν είναι τυχαίο ότι σχετικές έρευνες αποδεικνύουν ότι οι ειδήσεις που αξιολογούνται από τις εφημερίδες ως «ανταγωνιστικό πλεονέκτημα» και ως εκ τούτου «διατίθενται» έναντι αμοιβής, είναι τα λεγόμενα «αποκλειστικά» θέματα, ειδήσεις που αφορούν την τοπική κοινωνία ή ειδήσεις που ενέχουν αξία για ένα συγκεκριμένο κοινό (Kvalheim, 2013, σ.37-38 & Νevradakis, 2013).
Σύμφωνα με τον Meyer(2008), ο μόνος τρόπος για να επιβιώσουν οι εφημερίδες είναι να «επενδύσουν» σε εκείνο τον τύπο περιεχομένου για τον οποίο είναι δυσκολότερο να υπάρξουν «υποκατάστατα». Κατά τονMeyer, σε μια εποχή, όπου η πληροφορία ρέει στο διαδίκτυο, δεν χρειαζόμαστε περισσότερη πληροφόρηση, αλλά περισσότερο επεξεργασμένη πληροφόρηση. Η πρώτη ύλη για την επεξεργασία αυτή της πληροφορίας βασίζεται στη δημοσιογραφία της τεκμηρίωσης (evidencebasedjournalism), κάτι που οι bloggers δεν μπορούν να προσφέρουν.
Από την πλευρά του ο Pickard (2011, σ.84-89) εκτιμά ότι η διασφάλιση της ποιοτικής δημοσιογραφίας πρέπει να οδηγήσει σε υποστηρικτικές λύσεις για την επιβίωση του Τύπου, που δεν ακολουθούν την λογική της αγοράς. Προτείνει, λοιπόν, τον μετασχηματισμό των εφημερίδων από εμπορικό αγαθό σε δημόσια υπηρεσία, γεγονός που προϋποθέτει μια σειρά πολιτικών που θα αποσκοπούν στην επέκταση του δημόσιου συστήματος ενημέρωσης. Εξάλλου, το παράδειγμα του ProPublica,του ανεξάρτητου μη κερδοσκοπικού ειδησεογραφικού οργανισμού που έχει επενδύσει στην ερευνητική δημοσιογραφία και έχει αποσπάσει κορυφαία βραβεία δημοσιογραφίας παγκοσμίως αποδεικνύει ότι το μέλλον των εφημερίδων δεν θα πρέπει να αναζητηθεί σε συνταγές που αντανακλούν τις δυναμικές της αγοράς, αλλά σε δομικές αλλαγές που αφορούν στην παραγωγή του δημοσιογραφικού προϊόντος.
Το «φαινόμενο»EzraKlein, αποτελεί άλλη μια απτή απόδειξη του ότι το περιεχόμενο των εφημερίδων πρέπει να διαφοροποιηθεί για να γίνει ανταγωνιστικό στη σύγχρονη εποχή. Ο Klein με το Wonkblog κατάφερε να φέρει πάνω 4.000.000 προβολές σελίδας σε ένα μήνα στη σελίδα της WashingtonPost, δημιουργώντας ένα υβριδικό τύπο δημοσιογράφου, ο οποίος συνδυάζει τα χαρακτηριστικά του ρεπόρτερ με την κριτική ματιά του αρθογράφου-σχολιαστή μέσα από τον ελεύθερο και άμεσο τρόπο γραφής ενός blogger. Ο Klein αποτελεί έναν από τους πιο επιτυχημένους δημοσιογράφους της γενιάς του, κατορθώνοντας να προσδιορίσει επιτυχώς τον ρόλο του δημοσιογράφου μέσα στην ψηφιακή εποχή. Δημιούργησε το δικό του personalbrand που για πολλούς έγινε αντάξιο του κύρους της WashingtonPost(institutionbrand). Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, όπου οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί «εκμεταλλεύονται» το κύρος των συντακτών τους και αποφασίζουν να «κλειδώσουν» τα άρθρα τους, εκτιμώντας ότι οι πιστοί αναγνώστες θα καταβάλλουν το σχετικό αντίτιμο προκειμένου να ενημερωθούν από τον δημοσιογράφο της επιλογής τους, τάση που παρατηρείται σε μικρότερο βαθμό και στην ελληνική πραγματικότητα[ii]. Αξίζει να σημειωθεί ότι σχετική μελέτη για τις ηλεκτρονικές εκδόσεις των ελληνικών εφημερίδων κατέδειξε ότι τα sites των εφημερίδων εξακολουθούν να λειτουργούν υποστηρικτικά προς τις έντυπες εκδόσεις, καθώς οι δημοσιογραφικές νόρμες μεταφέρονται από την έντυπη στην ηλεκτρονική έκδοση, χωρίς να «εξερευνώνται» οι δυνατότητες που προσφέρουν οι νέες τεχνολογίες, ώστε να μπορούμε να μιλάμε για δύο διαφορετικά, αυτόνομα δημοσιογραφικά προϊόντα (Spyridou& Veglis, 2006).
Αυτό που τελικά θα πρέπει να απασχολεί τους εκδότες των εφημερίδων δεν είναι μόνο αν το κοινό είναι διατεθειμένο να πληρώσει για το οn-line περιεχόμενό τους, αλλά και το ποιος θα μπορούσε να είναι τελικά ο ρόλος της έντυπης δημοσιογραφίας στην ψηφιακή εποχή. Η συμμετοχική διάσταση της νέας δημόσιας σφαίρας αναδεικνύει μια πτυχή των ΜΜΕ που έχει «αγνοηθεί» από τα εμπορικά ΜΜΕ του 20ου αιώνα. Η «θεραπεία» στην σημερινή κρίση της δημοσιογραφίας έγκειται σε πρωτοβουλίες που στοχεύουν σε ριζικές αλλαγές, τόσο στο οικονομικό μοντέλο των ΜΜΕ όσο και στο ειδησεογραφικό προϊόν. Νέες μορφές χρηματοδότησης των ΜΜΕ, αλλά και νέοι τρόποι συλλογής και επεξεργασίας των ειδήσεων πρέπει να τεθούν στο προσκήνιο της σχετικής συζήτησης, ανοίγοντας ενδεχομένως το δρόμο για την στήριξη των ΜΜΕ με δημόσιους πόρους, με τη μορφή επιχορήγησης πρωτοπόρων πρωτοβουλιών (Cooper, 2009, σ.7). Η δημοσιογραφία των πολιτών και η ανάπτυξη των ειδησεογραφικών οργανισμών που δραστηριοποιούνται και λειτουργούν σε επίπεδο τοπικής κοινωνίας αποτελούν την αφετηρία για την «οικοδόμηση μιας νέας δημοσιογραφίας» (Cooper, 2009, σ.6). Σε αυτή τη νέα πραγματικότητα, τόσο η έντυπη όσο και η διαδικτυακή δημοσιογραφία μπορούν να συνυπάρξουν, όχι ανταγωνιστικά, αλλά συμπληρωματικά, αξιοποιώντας τα εγγενή πλεονεκτήματά τους και υπερβαίνοντας τους δομικούς περιορισμούς τους, ώστε το κοινό να λαμβάνει όχι μόνο την καλύτερη δυνατή ενημέρωση, αλλά να συμμετέχει ενεργά και στη διαδικασία συλλογής και επεξεργασίας της πληροφορίας.
Ηλιάνα Γιαννούλη
Σημειώσεις:
[i] Αναλυτικά για τα μοντέλα των paywalls και τις επιδράσεις τους στην επισκεψιμότητα των διαδικτυακών τόπων των εφημερίδων βλ. Ν. Yang, “Building the wall: Will digital subscriptions save the newspaper industry?” Editor & Publisher, December 4, 2012. Προσβάσιμο: http://www.editorandpublisher.com/Features/Article/Building-the-Wall–Will-Digital-Subscriptions-Save-the-Newspaper-Industry- (Ημερομηνία Επίσκεψης: Απρίλιος 2014).
[ii] Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η εφημερίδα «Τα Νέα», όπου η κατηγορία Απόψεις εμφανίζει το μεγαλύτερο αριθμό «κλειδωμένων» άρθρων από τις υπόλοιπες στήλες τις εφημερίδας.
Βιβλιογραφία
Chyi, H., I. (2005). “Willingness to Pay for Online News: An Empirical Study on the Viability of the Subscription Model”, Journal of Media Economics, Vol. 18(2), pp.131–142.
Cooper, Μ. (2009). The future of Journalism is not in the past. Reframing the debate of how to “save” journalism”, Τhe Huffington Post, (April 14_. Προσβάσιμο: http://www.fordham.edu/images/undergraduate/communications/the%20future%20of%20journalism-huff.pdf (Ημερομηνία επίσκεψης: Απρίλιος 2014).
Hebbard, D.B.(2013). “Paywalls: for many newspapers, the paywall remains more about print than digital”, Talking New Media, (November 26). Προσβάσιμο: http://www.talkingnewmedia.com/2013/11/26/paywalls-for-many-newspapers-the-paywall-remains-more-about-print-than-digital/ (Ημερομηνία επίσκεψης: Απρίλιος 2014).
Kvalheim, N. (2014). “News Behind the Wall: An Analysis of the Relationship Between the Implementation of a Paywall and News Values”, Nordicom Review. Vol. 34, Special Issue, pp. 25-42.
Meyer, P. (2008). “The Elite Newspaper of the Future”, American Journalism Review, October/November. Προσβάσιμο: (http://ajrarchive.org/article.asp?id=4605) (Ημερομηνία επίσκεψης Απρίλιος 2014).
Nevradakis, M.(2013).“Behind the paywall: lessons from US newspapers.From ‘hard’ paywalls to ‘metered’ models, how do different websites compare and how are they changing over time?”, The Guardian.Προσβάσιμο:http://www.theguardian.com/media-network/2013/mar/27/behind-paywall-us-newspaper-websites. (Ημερομηνία επίσκεψης: Απρίλιος 2014).
Pickard, V., & Williams, A. T. (2014). “Salvation or folly? The promises and perils of digital paywalls”, Digital Journalism, 2(2), pp. 195-213.
Pickard, V. (2011).“Can Government Support the Press? Historicizing and Internationalizing a Policy Approach to the Journalism Crisis”, The Communication Review, Vol. 14 (2), pp.73–95.
Rogers, Τ. “Why Paywalls Are a Good Thing for Newspapers”, About.com, Προσβάσιμο: http://journalism.about.com/od/trends/a/Why-Paywalls-Are-A-Good-Thing-For-Newspapers.htm (ΗμερομηνίαΕπίσκεψης: Απρίλιος 2014).
Spyridou, L. &Veglis A. (2006). “Online Newspapers in Greece: The Evolution of A Digital Genre” In Nikos Leandros (ed), Proceedings of the COST- A20 Conference: The Impact of Internet on the Mass Media in Europe-Delphoi, April 26-29,Suffolk: Abramis Publihing, pp. 207-221.
Τapu, Μ. (2012). “Journalism will take newspapers into the future”, Τhe New Zealand Herald, (September 10), Προσβάσιμο: http://www.nzherald.co.nz/opinion/news/article.cfm?c_id=466&objectid=1083284 (Ημερομηνίαεπίσκεψης: Μάρτιος 2014).