της Ορσαλίας Κασσαβέτη

Πηγή: Οπτικοακουστικό Αρχείο Λαογραφικού & Εθνολογικού Μουσείου Μακεδονίας-Θράκης (http://www.lemmth.gr/optikoakoustiko-archeio)
Πέρα από την παραγωγή «λόγου» και τη συγκρότηση κοινωνικών ταυτοτήτων, η επιρροή του διαδικτύου είναι εμφανής και στον τρόπο με τον οποίο οι ανθρωπιστικές επιστήμες «εκσυγχρονίζονται», συμπλέουν με τα νέα τεχνολογικά δεδομένα και δημιουργούν νέες περιοχές έρευνας, όπως εκείνη των Digital Humanities [1].
Ιδιαίτερα, από τη δεκαετία του 1990, με την εμφάνιση του Παγκόσμιου Ιστού, το συγκεκριμένο πεδίο αξιοποιεί την τεχνολογία της πληροφορίας (Information Technology) με σκοπό την κατανόηση των πνευματικών και καλλιτεχνικών αρχείων. Όπως γίνεται κατανοητό, τα νέα δεδομένα αφορούν σε όλους τους επιστημονικούς κλάδους των ανθρωπιστικών επιστημών, από την Ιστορία της Τέχνης, τη Γλωσσολογία, έως και τη Λαογραφία.
Εν προκειμένω, με την αξιοποίηση του διαδικτύου στην Αμερική και στην Ευρώπη, η επιστήμη της Λαογραφίας έρχεται αντιμέτωπη με μία σειρά από προκλήσεις που αφορούν στον θεωρητικό εμπλουτισμό της, στην αξία της λειτουργίας του αρχειακού υλικού, καθώς και στην επανανοηματοδότηση της ίδιας της έννοιας της παράδοσης. Θα πρέπει να τονισθεί ότι, ενώ το διαδίκτυο βρισκόταν ακόμη σε πρωτόλεια μορφή και περιορισμένη προσβασιμότητα, ο αμερικανός λαογράφος Richard Dorson δήλωνε απαισιόδοξα στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ότι «σύντομα δεν θα υπάρχει ανάγκη για Λαογραφία, επομένως, καμία ανάγκη για λαογράφους» και κάλεσε τους επιστήμονες του πεδίου να στρέψουν αλλού την προσοχή τους: στα ΜΜΕ και στην Αστική Λαογραφία (Blank 2009).
Ωστόσο, τα πρώτα δειλά βήματα της λαογραφίας στον τομέα της τεχνολογίας ξεκίνησαν στις ΗΠΑ στη δεκαετία του 1980 (Hall & Hermann 1994), όταν οι αμερικανοί μελετητές και οι υπεύθυνοι λαογραφικών αρχείων αποφάσισαν να εξερευνούν τις αμέτρητες δυνατότητες που τους προσέφερε η τεχνολογία και οι πρώτοι προσωπικοί υπολογιστές. Έτσι, σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, οι ψηφιοποιημένες συλλογές εγγράφων, αλλά και οι δυνατότητες παγκόσμιας πρόσβασης σε λαογραφικά αρχεία και συλλογές με την παράλληλη δημιουργία βάσεων δεδομένων και προγραμμάτων ψηφιοποίησης και αποθήκευσης εικόνας και ήχου, έδωσαν τη δυνατότητα στους λαογράφους να ανακαλύψουν νέο υλικό προς έρευνα ή να αρχειοθετήσουν με επάρκεια το ήδη υπάρχον (Hall & Hermann 1994). Σύντομα, η απαισιόδοξη θέση του Dorson, θα αντικατασταθεί από την περισσότερο αισιόδοξη άποψη του αμερικανού λαογράφου Alan Dundes (2005) αναφορικά με τη σύνδεση διαδικτύου και λαογραφίας, ο οποίος απέδωσε τη βιωσιμότητα της λαογραφικής επιστήμης στο διαδίκτυο και στη διαρκώς αυξανόμενη αποστολή ηλεκτρονικών μηνυμάτων.
Ως αποτέλεσμα, το επιστημονικό πεδίο της Λαογραφίας προσανατολίζεται στη σημερινή εποχή σε δύο διαφορετικές κατευθύνσεις: σε έναν νέο τρόπο μετάδοσης παραδοσιακών μορφών του λαϊκού πολιτισμού σε διαφορετικές ομάδες χρηστών του διαδικτύου (άμεσα / έμμεσα ενδιαφερόμενους) και στη δημιουργία σύγχρονων λαϊκών πολιτισμικών μορφών, οι οποίες επιζούν μόνο στο διαδίκτυο (λ.χ., ανέκδοτα κ.ά.) (Κατσαδώρος 2013). Υπό το δεύτερο πρίσμα, καλούμαστε να μετέχουμε σε ένα περιβάλλον νέας δευτερογενούς προφορικότητας με «δυναμικό, διαδραστικό και συρραπτικό[2] χαρακτήρα» (Ong 2001). Μέσα σε αυτό, έχουμε τη δυνατότητα να διαδράσουμε με την παράδοση και τους φορείς της μέσα από μία σειρά διαδικτυακών πλατφορμών και ιστοσελίδων κοινωνικής δικτύωσης και διαμοιρασμού βίντεο, εικόνων κ.ά. Με την ανάπτυξη του «πολιτισμού του μόντεμ» και την ανάδειξη νέων και παλιότερων λαογραφικών μορφών, το διαδίκτυο μπορεί να χρησιμοποιηθεί αμφότερα από λαογράφους και χρήστες. Μέσα σε αυτόν τον ιδιαίτερο ηλεκτρονικό κόσμο, ο οποίος σύμφωνα με τον Μιχαήλ είναι «κατεξοχήν λαογραφικός» γεννιέται ένας νέος τύπος ανθρώπου, ο “homo interneticus” (Μιχαήλ 2009) από την ανάγκη του να γίνεται «λαός» και να ζει μία νέα ζωή (vita nova).
Πλέον, ο απλός ή και πιο εξειδικευμένος επισκέπτης του διαδικτύου δύναται να συναντήσει σ’ αυτό διαφορετικές λαογραφικές εκφράσεις ανάλογα με το αρχείο, την πλατφόρμα ή το μέσο κοινωνικής δικτύωσης που χρησιμοποιεί: λ.χ., η ελληνική περίπτωση περιλαμβάνει ψηφιοποιημένα βιβλία σε αρχείο μορφής pdf [3], επίσημους ιστοτόπους μουσείων[4], ιδρυμάτων και συλλογών, επίσημους ιστοτόπους ή σελίδες στο facebook (ή και τα δύο) τοπικών, εθνοτοπικών ή οικιστικών συλλόγων[5], πλατφόρμες βίντεο, όπως το youtube, με ερασιτεχνικά και επαγγελματικά βίντεο[6] για την παράδοση, ψηφιακά αρχεία τηλεοπτικών καναλιών (ΕΡΤ-archives)[7].
Επίσης, έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην παρουσία της παράδοσης στο ψηφιακό πεδίο, διαδραματίζουν και τα ιστολόγια (blogs), τα οποία είτε λειτουργούν ως προσωπικά ημερολόγια, καταγράφοντας τη σκέψη και την καθημερινότητα του χρήστη ή, χάρη στην ευκολία δημιουργίας τους, μπορούν να λάβουν τη μορφή μιας επίσημης ιστοσελίδας σε περίπτωση έλλειψης αυτής. Στη δεκαετία του 2010, το “blog” ξεπερνά την έννοια του προσωπικού ημερολογίου, στο οποίο ο δημιουργός μπορεί να καταγράψει επώνυμα και ανώνυμα και να εκθέσει συναισθήματα, πρόσωπα και καταστάσεις. Η δραστηριότητα του “blogging”, της διατήρησης ενός ιστολογίου και της γραφής σ’ αυτό, θεωρείται πλέον κοινωνική με πολιτικές προεκτάσεις (λ.χ., προσωπικά ιστολόγια πολιτικών ή ανθρώπων με κοινωνικο-πολιτική επιρροή, ιστολόγια πολιτικών οργανώσεων -π.χ., τοπικών επιτροπών- ή απλών ψηφοφόρων ή και υποψηφίων, οι οποίοι δεν δύνανται να διατηρήσουν μία ιστοσελίδα), μία διάσταση που είχε διαγνωσθεί στις αρχές της δεκαετίας (Nardi, Schiano & Gumbrecht 2004).
Παράλληλα, τα blogs αντικαθιστούν τρόπον τινά τον τοπικό Τύπο (Κακάμπουρα & Σχοινά 2013) ή συνιστούν μία μετεξέλιξή του, λ.χ., ελλείψει επίσημης ιστοσελίδας, ενός λογαριασμού στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή μίας τοπικής εφημερίδας. Εξίσου σημαντική είναι, εξάλλου, η διαπίστωση ότι τα ιστολόγια ενθαρρύνουν την εκπροσώπηση υποκειμένων (Blank 2009), τα οποία δεν θα είχαν άλλη δυνατότητα παρουσίας και γνωστοποίησης της ταυτότητας και των δραστηριοτήτων τους παρά μόνο διά μέσου αυτού. Στην ελληνική περίπτωση, λ.χ., εθνοτικές και εθνοπολιτισμικές ομάδες, όπως οι Αρβανίτες, οι Σαρακατσάνοι, Έλληνες της διασποράς, έχουν τη δυνατότητα να αυτο-παρουσιασθούν διαδικτυακά μέσω επίσημων ιστότοπων ή blogs.
Αναμφίβολα, είναι και η ανάδυση ιστολογίων[8] που αφορούν στην ελληνική παράδοση σε όλες τις διαστάσεις της, όπως, λ.χ., τα ήθη και έθιμα, τον λαϊκό πολιτισμό, κ.ά.) κι ο εμπλουτισμός τους εν γένει με τεκμήρια του παρελθόντος, τα οποία επιβεβαιώνουν και γνωστοποιούν την ιστορική συνέχεια ή ιδιαιτερότητα, καθώς και με πληροφορίες που αφορούν ενδεχομένως σε έναν νέο επισκέπτη όχι μόνο του ίδιου του ιστολογίου, αλλά και της περιοχής αναφοράς (εάν πρόκειται για ιστολόγιο που αφορά σε συγκεκριμένη περιοχή ή αφορά σε συγκεκριμένη εθνοπολιτισμική ομάδα). Σε αυτό το πλαίσιο, ενεργοποιούνται παράλληλα και οι μηχανισμοί της δευτερογενούς προφορικότητας (Blank 2009, Παραδέλλης 2001): η επαναληπτικότητα, ο πλεονασμός και ο δυναμικός χαρακτήρας του ιστολογίου. Θα πρέπει, βέβαια, να σημειωθεί ότι ο επισκέπτης δεν είναι σε θέση να ελέγξει την ακρίβεια και πιστότητα των ψηφιακών τεκμηρίων, πληροφοριών και θέσεων ενώ δεν εμφανίζεται πουθενά η αρχική πηγή – η ανωνυμία διατηρείται και για τον δημιουργό και για τον χρήστη (Αυδίκος 2009). Παρ’ όλα αυτά, η αμεσότητα, η ευκολία και η ταχύτητα της ανανέωσης ενός ιστολογίου, η δυνατότητα αισθητικής επέμβασης και η διάδραση και άσκηση επιρροής προς ένα φιλικό ή φαντασιακό ακροατήριο καθιστούν το ιστολόγιο ως ένα ιδανικό μέσο και για την καταγραφή ή προώθηση της παράδοσης.
Συνοψίζοντας, η δυναμική του σύγχρονου ψηφιακού περιβάλλοντος δεν αποσκοπεί μόνο στην αξιοποίηση ή δημιουργία νέων δυνατοτήτων για το μέλλον, αλλά, επιπροσθέτως στρέφεται στο παρελθόν και στα ποικίλα «μνημεία» του, για να τα διασώσει και να τα διαδώσει σε μία νέα, εύχρηστη μορφή. Ακόμα και επιστήμες, όπως η Λαογραφία, οι οποίες είχαν συνδεθεί παλαιότερα με έναν ρομαντικό κι εθνοκεντρικό χαρακτήρα, μέσα από τις σύγχρονες τεχνολογικές προκλήσεις όχι μόνο καθιστούν προσιτά τα ποικίλα τεκμήριά τους, αλλά συντελούν μέσα από την προσωπική χρήση διαφόρων πλατφορμών δημιουργίας και φιλοξενίας ιστολογίων σε μία ανανεωτική προσέγγιση της έννοιας της παράδοσης στον 21ο αιώνα.
Βιβλιογραφία
Αυδίκος, Ε. Γ. (2009). Εισαγωγή στις σπουδές λαϊκού πολιτισμού. Λαογραφίες, λαϊκοί πολιτισμοί, ταυτότητες. Αθήνα: Κριτική.
Blank, T. J. (2009). “Introduction. Toward a Conceptual Framework for the Study of Folklore and the Internet”. Στο Blank, T. J. (2009). Folklore and the Internet. Vernacular Expression in a Digital World. Logan, Utah: Utah State University Press, p. 1-20.
Dundes, A. (2004). “Folkloristics in the Twenty-First Century”. Journal of American Folklore, 118: 385-408.
Hall S. A. (1997). “Archives & Archiving”. Στο Green, T. A. (1997). FOKLORE. An encyclopedia of Beliefs, Customs, Tales, Music, and Art. ABC-Clio: California, p. 48-54.
Κακάμπουρα, Ρ. & Σχοινά, Π. (2013). «Καρπαθιακή ταυτότητα και λαϊκή παράδοση: Ο Λόγος του περιοδικού Καρπαθιακή Ηχώ». Εισήγηση στο Δ΄ Διεθνές Συνέδριο Καρπαθιακής Λαογραφίας (Πηγάδια Καρπάθου, 8-12 Μαΐου 2013).
Κατσαδώρος, Γ. Κ. (2013). «Η επιστήμη της λαογραφίας στη σύγχρονη τεχνολογική εποχή. Η ηλεκτρονική προφορικότητα». Στο Κόκκινος, Γ. & Μοσκοφόγλου-Χιονίδου Μ. (επ.) (2013). Επιστήμες της Εκπαίδευσης. Από την ασθενή ταξινόμηση της Παιδαγωγικής στη διεπιστημονικότητα και στον επιστημονικό υβριδισμό. Αθήνα: Ταξιδευτής, σ. 99-122.
Nardi, B., Schiano, D. & Gumbrecht, M. (2004). “Blogging as Social Activity, or, Would You Let 900 Million People Read Your Diary?”. Στο: Conference on Computer-Supported Cooperative Work (CSCW 2004) Proceedings. New York: ACM Press, p. 222-231.
Μιχαήλ, Γ. Β. (2009). «Homo Interneticus ή Λαογραφία και Διαδίκτυο». Λαογραφία, 41 (2007-2009): 291-305.
Ong, W. J. (2001). Προφορικότητα και εγγραμματοσύνη. Η εκτεχνολόγηση του λόγου. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Παραδέλλης, Θ. (2001). «Εισαγωγή στην ελληνική έκδοση. Προφορικότητα και εγγραμματοσύνη: Από την αυτόνομη δράση στην κοινωνική πρακτική». Στο: Ong, W. J. (2001). Προφορικότητα και εγγραμματοσύνη. Η εκτεχνολόγηση του λόγου. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σ. ix-xxxiv.
Σημειώσεις
[1] Βλ. την παρακάτω ενδεικτική βιβλιογραφία με εκκίνηση το πολύ σημαντικό άρθρο του Busa, R. (1980). The Annals of Humanities Computing: The Index Thomisticus. Computers and the Humanities 14: 83–90. Επίσης, Beagle, D. (2014). Digital Humanities in the Research Commons: Precedents & Prospects. Association of College & Research Libraries: dh+lib, Berry, D. M. (2012) (ed.). Understanding Digital Humanities. Basingstoke: Palgrave Macmillan, Classen, C., Kinnebrock, S., & Löblich, M. (2012) (eds). Towards Web History: Sources, Methods, and Challenges in the Digital Age. Historical Social Research 37 (4): 97-188 και Gold, Μ. K. (2012) (ed.). Debates In the Digital Humanities. Minneapolis: University of Minnesota Press.
[2] Που φέρει, δηλαδή, τα χαρακτηριστικά της συρραφής διαφορετικών στοιχείων.
[3] http://www.kentrolaografias.gr/default.asp?V_DOC_ID=2065 (προσπέλαση 21/1/2017)
[4] http://www.pli.gr/ (προσπέλαση 21/1/2017)
[5] https://www.facebook.com/PontiakosSyllogosKallitheasSykeon (προσπέλαση 21/1/2017)
[6] https://www.youtube.com/watch?v=sJCJZbOLZNU (προσπέλαση 21/1/2017)
[7] http://archive.ert.gr/category/teniothiki/ (προσπέλαση 21/1/2017)
[8] http://koumiotis.blogspot.gr/, http://sarakatsanoi.blogspot.gr/, http://ellinwnparadosi.blogspot.gr/, http://laikiparadosi.blogspot.gr/, http://laikiparadosi.blogspot.gr/ (προσπέλαση 21/1/2017)