Τηλεοπτικός αναπρογραμματισμός: Πρόκειται για μία καλοκαιρινή τηλεοπτική πρακτική;

της Ορσαλίας – Ελένης Κασσαβέτη

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Οι τηλεοπτικές επαναλήψεις ή, καλύτερα, η στρατηγική των τηλεοπτικών σταθμών να αναπρογραμματίζουν παλαιότερες τηλεοπτικές σειρές, σίριαλ ή εκπομπές σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους και σε καθημερινή βάση αποτελεί μία γνωστότατη πρακτική των τηλεοπτικών σταθμών σε παγκόσμιο επίπεδο. Ιδιαίτερα, στην Ελλάδα, ο θερινός προγραμματισμών των κρατικών και, κυρίως, των ιδιωτικών καναλιών έχει συνδεθεί ως επί το πλείστον με την προβολή κωμικών σειρών και σίριαλ παλαιότερων δεκαετιών: μία τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί και η «εύθυμη» τηλεοπτική σειρά του σκηνοθέτη Γιάννη Δαλιανίδη Το Ρετιρέ (1990-1992), το οποίο παρόλο που συχνά παρουσιάζει τους ποικίλους χαρακτήρες του να είναι ντυμένοι με χειμερινά ρούχα ή να γιορτάζουν τα Χριστούγεννα ή τις Απόκριες, έχει κατά κάποιο τρόπο συνδεθεί με το ελληνικό καλοκαίρι και τις διακοπές της συγκεκριμένης περιόδου, ενώ παράλληλα έχει «εκπαιδεύσει» το τηλεοπτικό κοινό να την αναζητά μόλις έλθει το καλοκαίρι.

Ωστόσο, προτού ο αναπρογραμματισμός «ληγμένων» τηλεοπτικών προϊόντων σε διαφορετικές χρονικές ζώνες (αλλά και στην prime time) αποτελέσει μία προσφιλή τακτική των ελληνικών τηλεοπτικών σταθμών, είχε προηγηθεί η δοκιμή και η παγίωσή του στα αμερικανικά τηλεοπτικά δίκτυα ήδη από τη δεκαετία του 1950 (Furno-Lamude & Anderson, 1992: 362). Αντιγράφοντας το σχετικό σχήμα από τις ραδιοφωνικές μεταδόσεις, η αμερικανική τηλεόραση βασίστηκε σε μία σειρά επαναλήψεων μέσα στις δεκατρείς θερινές εβδομάδες και σύντομα έφτασε να αποτελεί έως και παραπάνω από 50% του καθημερινού τηλεοπτικού προγράμματος. Σχετικά πρόσφατα, προσπαθώντας να ερμηνεύσει τη λογική ενός τέτοιου εγχειρήματος, ο Kompare αποδίδει την σχεδόν εμμονική αγάπη των αμερικανών τηλεθεατών για τα “Reruns” στην «οικονομία της αναπαραγωγής» (Kompare, 2005: xi-xii), η οποία ανιχνεύεται ήδη από τον 18ο αιώνα και βασίζεται σε επαναλαμβανόμενες πολιτισμικές μορφές (βιβλία, παρτιτούρες, εικονογραφήσεις), οι οποίες διανέμονταν σε ευρεία κλίμακα ως καπιταλιστικά αγαθά, συστήνοντας και διαμορφώνοντας τα πολιτισμικά εμπορεύματα της εποχής. Με την περαιτέρω τεχνολογική ανάπτυξη των τρόπων αναπαραγωγής, η επανάληψη, η αντιγραφή και η επανακυκλοφορία αποτέλεσαν σταθερές τάσεις στην κυκλοφορία αυτών των «εμπορευμάτων». Πριν την εμφάνιση και διάδοση του τηλεοπτικού μέσου, η κινηματογραφική και ραδιοφωνική βιομηχανία αξιοποίησε τη λογική της επανάληψης σε μία όχι μάλλον σταθερή βάση (τουλάχιστον έως και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο), μειώνοντας σημαντικά το κόστος παραγωγής νέων προγραμμάτων (Williams 1994: 162).

Επομένως, η λογική και η πρακτική του “Rerun” δεν πρόκειται για μια νέα προσέγγιση αξιοποίησης του παλαιότερων τηλεοπτικών προϊόντων, αλλά συνδέεται με μια γενικευμένη ανάγκη να βρίσκονται τα τελευταία σε μία όσο το δυνατόν «διαρκή» τηλεοπτική κυκλοφορία. Η τελευταία βασίζεται σε συγκεκριμένα είδη επαναλήψεων και η Lamude (1988: 86-87) εντοπίζει τέσσερις σαφώς διαχωρισμένες κατηγορίες στην αμερικανική τηλεόραση: α) οι σχετικά πρόσφατες επαναλήψεις, των οποίων οι κύκλοι (εάν πρόκειται για σειρές ή σίριαλ ενδεχομένως να μην έχουν ολοκληρωθεί), β) «ώριμες» επαναλήψεις που αφορούν στην προηγούμενη δεκαετία και γ) επαναλήψεις δύο ετών και πίσω και, τέλος, δ) “vintage” επαναλήψεις που αφορούν πλέον στη δεκαετία του 1960 και πίσω.

Γιατί, όμως, να παρακολουθούμε τόσο παλιά προγράμματα; Υπάρχει, ενδεχομένως, κάποια βαθύτερη ψυχική λειτουργία ή υποκατάσταση ή απλά ο χρόνος μας περνάει καλύτερα με την παρακολούθηση προγραμμάτων, τα οποία ήδη γνωρίζουμε; Η σχετική έρευνα που διεξήγαγαν οι Furno-Lamude & Anderson το 1992 για να εξεταστεί το σχήμα «χρήσεις και ικανοποιήσεις» ανάμεσα σε θεατές που παρακολουθούσαν τηλεοπτικά προγράμματα πρώτης μετάδοσης και αναπρογραμαματισμένα απέδειξε ότι οι τηλεθεατές αναγνωρίζουν σε ένα «φρέσκο» (first-run) πρόγραμμα αντανακλάσεις της τρέχουσας κουλτούρας ή διαφόρων άλλων πολιτισμικών τάσεων. Απεναντίας, εκείνοι που προτιμούν μία εκπομπή σε επανάληψη θέλησαν να αποκτήσουν γνώση για την εποχή παραγωγής της, να προσεγγίσουν τις αξίες και τα ήθη της μέσω των χαρακτήρων που παρουσιάζονται και της πλοκής, ιδιαίτερα, εάν ανήκουν σε μια νεότερη γενιά. Παράλληλα, αρκετές φορές νιώθουν ότι το περιεχόμενο ενός προγράμματος να υπερβαίνει την περίοδο ζωής που αντιπροσωπεύει η επανάληψη για τον θεατή. Μάλιστα, όπως έχει διαπιστωθεί από τον Marc (1984), η παρακολούθηση των reruns συνδέεται με τις ικανοποιήσεις που αποκομίζει από αυτήν ο τηλεθεατής, ο οποίος αποσυνδέεται από το παρόν και επικοινωνεί με διαφορετικές όψεις του παρελθόντος.

Στην περίπτωση της ελληνικής τηλεόρασης, ο αναπρογραμματισμός παλαιότερων σειρών, σίριαλ κι εκπομπών αποτελεί μία συστηματική πρακτική, από την εποχή που τα τεχνολογικά μέσα το επέτρεψαν: η μαγνητική ταινία και, αργότερα, η βιντεο-εγγραφή επέτρεψαν την αποθήκευση των τηλεοπτικών προϊόντων και την προβολή τους σε συγκεκριμένες περιόδους, κυρίως τις καλοκαιρινές. Όπως παρατηρεί και ο Williams (1994: 164), η «οικονομία του καλοκαιρινού προγραμματισμού» βασίζεται στον σχεδόν ανέξοδο σχεδιασμό 13 εβδομάδων με επαναλήψεις, οι οποίες, συχνά συνεχίζουν και το φθινόπωρο ή τον χειμώνα (βλ. τις σχετικές περιπτώσεις με τα εβδομαδιαία σίριαλ Το καφέ της χαράς (2003-2006) ή τη σειρά Κωνσταντίνου και Ελένης (1998-2000) στον ΑΝΤ1, τα οποία πολιτογραφήθηκαν και προωθήθηκαν από τον τηλεοπτικό σταθμό ως “vintage” τηλεοπτικά προγράμματα). Μία στιγμιαία εικόνα μπορούμε να εντοπίσουμε από τη μελέτη στα πρώτα προγράμματα των τυπολογιών της Nielsen (περίοδος 24 – 30/7/2017)[1]: στην κατηγορία των «κωμικών σειρών και σίριαλ» εντοπίζονται πρόσφατες σειρές (Μην αρχίζεις τη μουρμούρα), ενώ στις «κοινωνικές σειρές και σίριαλ» προβάλλονται πάλι σε επανάληψη παλαιότερες (Οικογενειακές ιστορίες) – και στις δύο περιπτώσεις ο τηλεοπτικός σταθμός Alpha υπερτερεί στην τηλεθέαση επαναλήψεων, ενώ άλλοι τηλεοπτικοί σταθμοί στηρίζουν τη μεσημεριανή ζώνη κυρίως σε επαναλήψεις ή αποτελείται αποκλειστικά από αυτές και τη βιβλιοθήκη του προγράμματος, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του MEGA Channel. Το τελευταίο δε, έχει στη διάθεσή του τηλεοπτικά προγράμματα από το 1990 κι έπειτα με το οποίο θα μπορούσε να δομήσει ολόκληρο το καθημερινό πρόγραμμά του. Αξιοσημείωτη είναι και η προβολή κινηματογραφικών ταινιών (Το παίζω και πολύ άντρας) και βιντεοταινιών (Παλικάρι στα θρανία) της δεκαετίας του 1980 από τον τηλεοπτικό σταθμό Alpha που έχει καθιερωθεί τουλάχιστον για τα τελευταία τρία χρόνια και του δίνει το προβάδισμα στην τηλεθέαση τις μεσημεριανές ώρες.

Αναμφισβήτητα, έχοντας το παραπάνω σκεπτικό κατά νου και την εφαρμογή του, οι προγραμματιστές διαμορφώνουν συνήθειες στους έλληνες τηλεθεατές (Παπαθανασόπουλος, 2000: 144-146) που σχετίζονται τόσο με την ώρα μετάδοσης, όσο και με την τυπολογία των σειρών, σίριαλ, εκπομπών και των επαναλήψεών τους: λ.χ., κωμικές σειρές προβάλλονται συνήθως σε ώρες prime-time, ενώ ενημερωτικές εκπομπές που περιστρέφονται γύρω από τη ζωή και τα σκάνδαλα διασήμων πρωταγωνιστών της καλλιτεχνικής ζωής (tabloid television shows) προγραμματίζονται κυρίως τις μεσημεριανές ώρες. Σε αυτό το πλαίσιο, θα είχε ενδιαφέρον μία έρευνα του ελληνικού ακροατηρίου του θερινού προγραμματισμού στην ελληνική τηλεόραση και, ιδιαίτερα, η αντίληψή τους σχετικά με την έννοια των επαναλήψεων: το τηλεοπτικό κοινό τις παρακολουθεί επειδή αναμένει να ξαναψυχαγωγηθεί, όπως και στην εποχή που τις έβλεπε ως first-runs (και, ίσως, σε ζώνη prime-time) ή για να αποκτήσει, και σ’ αυτό το σημείο θα μας ενδιέφεραν οι νεότερες γενιές, μία εικόνα ενός τηλεοπτικού παρελθόντος, στο οποίο το ακαλαίσθητο μικροαστικό ρετιρέ του Δαλιανίδη συνοψίζει την εικόνα ενός ένδοξου παρελθόντος – όπως θα φάνταζε σήμερα εν μέσω οικονομικής κρίσης;

Σημειώσεις:

[1] http://www.arianna.gr/gr/data/current/stage2.shtm (προσπέλαση 3 Αυγούστου 2017)

Βιβλιογραφικές Αναφορές

Furno-Lamude, D. & Anderson, J. (1992). The Uses and Gratifications of Rerun Viewing. Journalism & Mass Communication Quarterly, 69 (2): 362-372.

Kompare, D. (2005). Rerun Nation. How Repeats Invented American Television. London & New York: Routledge.

Lamude, D. (1988). An Examination of Television Rerun Viewing and Rerun Viewer Types. Communication Reports, 1 (2): 86-94.

Marc, D. (1984). Demographic Vistas: Television in American Culture, Philadelphia: University of Pennsylvania Press.

Παπαθανασόπουλος, Σ. (2000). Η τηλεόραση και το κοινό της. Αθήνα: Καστανιώτης.

Williams, P. (1994). The Evolution of the Television Rerun. Journal of Popular Film and Television, 24 (4): 162-175.