Ραδιόφωνο: Το αειθαλές μέσο

Του Στέλιου Παπαθανασόπουλου

Η 13η Φεβρουαρίου έχει οριστεί ως η Παγκόσμια Μέρα Ραδιοφώνου και αποσκοπεί στην εξύμνηση του ραδιοφώνου ως μέσου επικοινωνίας, τη βελτίωση της διεθνούς συνεργασίας μεταξύ των ραδιοφωνικών φορέων και την ενθάρρυνση τόσο των μεγάλων διεθνών δικτύων, όσο και των τοπικών ραδιοφώνων, να προωθήσουν την πρόσβαση στην πληροφόρηση και την ελευθερία της έκφρασης στα ερτζιανά.  Ο εορτασμός της Παγκόσμιας Ημέρας Ραδιοφώνου αναγνωρίζει τον μοναδικό ρόλο  και την εμβέλεια του ως μέσο που προσεγγίζει το μεγαλύτερο κοινό και ειδικότερα το 95% του παγκόσμιου πληθυσμού. Καθιερώθηκε ως ημερομηνία από την UNESCO στις 29 Σεπτεμβρίου 2011, μετά από εισήγηση της Ισπανικής Ακαδημίας Ραδιοφώνου και η 13η Φεβρουαρίου συνδέεται με την αντίστοιχη μέρα του 1947 όπου και λειτούργησε για πρώτη φορά το ραδιόφωνο του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.

Το μέσο του ραδιοφώνου

Το ραδιόφωνο στην ουσία ήταν το μέσο μαζικής επικοινωνίας που γεννήθηκε, ήκμασε και εν μέρει παρήκμασε στον εικοστό αιώνα. Πριν από την έλευση της τηλεόρασης, το ραδιόφωνο αποτελούσε την κύρια μορφή μαζικής ψυχαγωγίας, ενημέρωσης και επιμόρφωσης προσφέροντας όχι μόνο μια συναρπαστική και καινούργια εμπειρία στον άνθρωπο, αλλά και έναν κόσμο γεμάτο από ήχους, φωνές και μουσικές. Ήταν το μέσο που εκμηδένιζε τις αποστάσεις, προσφέροντας ταυτόχρονα τεράστιες δυνατότητες στην πολιτιστική ανάπτυξη και σημαντικές ευκαιρίες στη ψυχαγωγία και την ενημέρωση των ανθρώπων. Αν και το ραδιόφωνο σε όλες τις χώρες αποτέλεσε τον προπομπό της τηλεοπτικής έκρηξης, η έκρηξη αυτή ήταν ο ανασταλτικός  παράγοντας της ανάπτυξής του. Όμως, εάν εξετάσει κανείς την ανέλιξη του ραδιοφώνου θα δει να εμφανίζονται τόσο στο εξωτερικό όσο και στη χώρα μας πολλά κοινά στοιχεία με τα νέα σύγχρονα μέσα, όπως το Διαδίκτυο ή ακόμη και τις ψηφιακές δορυφορικές ή επίγειες πλατφόρμες.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1910 έως το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, διάφοροι ραδιοερασιτέχνες προκάλεσαν «νέο θόρυβο» στις γειτονιές, όπου ραδιοερασιτέχνες σε διάφορες περιοχές συναρμολογούσαν τους πολύ απλούς, για τα σημερινά δεδομένα, ραδιοφωνικούς πομπούς και δέκτες. Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος έδωσε τη μεγάλη ώθηση στην ανάπτυξη του ραδιοφώνου, κυρίως για στρατιωτικούς λόγους και για την εκπαίδευση των χειριστών της ασύρματης επικοινωνίας. Οραματιστές της εποχής εκείνης θεώρησαν τις δυνατότητες που διαφαίνονταν για την ασύρματη μετάδοση προγραμμάτων όχι μόνο μια συναρπαστική και καινούργια εμπειρία του ανθρώπου, αλλά και μια υπηρεσία προς όφελος του κοινού με τη δημιουργία ενός κόσμου γεμάτου από ήχους, φωνές και μουσική.

Η τηλεόραση όχι μόνον βασίστηκε στην οργάνωση του ραδιοφώνου, αλλά κι «έκλεψαν» τους συντελεστές και συχνά το περιεχόμενό του. Η δεκαετία του 1980 χαρακτηρίστηκε από την απελευθέρωση του ευρωπαϊκού ραδιοφώνου από το κρατικό μονοπώλιο, αρχίζοντας σχεδόν  παντού από τις συχνότητες των FM και αναδεικνύοντας έτσι τη δυναμική του μέσου για μια ακόμη φορά.  Στη χώρα μας, όπως και σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, η απορρύθμιση των ερτζιανών εφαρμόστηκε πρώτα στις ραδιοσυχνότητες.

Παρά τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει το ραδιόφωνο στον αιώνα της ψηφιακής εποχής συνεχίζει να ανθίστανται. Είναι ο προπομπός όλων των σύγχρονων ηλεκτρονικών μέσων, παλαιών και νέων, και στην πράξη το μοντέλο που δείχνει πώς αυτά θα αναπτυχθούν. Σε στιγμές φυσικών καταστροφών, όπως οι σεισμοί, το ραδιόφωνο διατηρεί ακόμη την ασύγκριτη αμεσότητά του, ακόμη κι όταν το ηλεκτρικό έχει πέσει κι όλοι αναζητούν εναγωνίως ενημέρωση. Χώρες με υψηλό πολιτιστικό επίπεδο συνεχίζουν να δείχνουν στο ραδιόφωνο υψηλό βαθμό προτίμησης. Άλλωστε, το ραδιόφωνο σε αντίθεση με τα οπτικά μέσα, είναι ακόμα σε θέση ανά πάσα στιγμή να μας προκαλέσει, να τονώσει και να «ερεθίσει» τη φαντασία του κοινού και να δημιουργήσει στιγμές ανάλογες με εκείνες του 1938, όταν μεταδιδόταν η ραδιοφωνική προσαρμογή του βιβλίου του Όρσον Ουέλς «Ο Πόλεμος των Κόσμων». Κι όπως μελετητές έχουν επισημάνει, το ραδιόφωνο αναμένεται να αποτελέσει το μέσο που θα διατηρηθεί και στο Γαλαξία του Διαδικτύου, καθώς κατόρθωσε να ανακαλύψει εκ νέου το ρόλο του μέσα από αναλογικές και  ψηφιακές τεχνολογίες.

Η αγορά του ραδιοφώνου και η διείσδυσή του στην Ευρώπη

Το ραδιόφωνο είναι ένα μέσο που έχει καθολική διείσδυση στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς το 99% των ευρωπαϊκών νοικοκυριών διαθέτουν τουλάχιστον ένα ραδιοφωνικό δέκτη. Σύμφωνα με την ΟΥΝΕΣΚΟ, ο αριθμός των ραδιοφωνικών συσκευών στην Ε.Ε. ανερχόταν στα 340 εκατομμύρια το 1997 και περίπου στα 2 δισεκατομμύρια σε όλο τον κόσμο.  Για την Ε.Ε. ο αριθμός αυτός αντιστοιχεί  σε 2,3 ραδιόφωνα ανά νοικοκυριό. Όμως, ανάμεσα στο 1994 και το 2000, ο αριθμός των ραδιοφωνικών σταθμών στην Ε.Ε. μειώθηκε από 7.600 σε 5.500 σταθμούς. Από αυτούς οι 5.100 είναι ιδιωτικοί και οι 400 δημόσιοι.

Σύμφωνα με τη Eurostat (2018), η Ισπανία κατέχει την πρώτη θέση με 781 σταθμούς, ακολουθούμενη από την Ιταλία με 701 και την Ελλάδα με 614. Η Πορτογαλία ακολουθεί στην 5η θέση με 298 ραδιοφωνικούς σταθμούς. Από την άλλη πλευρά, η Γαλλία είναι ένας από τους μεγαλύτερους εργοδότες στο Ευρωπαϊκό ραδιόφωνο.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η επίδραση της οικονομικής κρίσης είναι εμφανής και σε αυτό τον κλάδο των μέσων ενημέρωσης, καθώς από το 2010 έως το 2018 καταγράφεται σημαντική μείωση των ραδιοφωνικών σταθμών. Για παράδειγμα, η Ισπανία υπέστη μείωση όσον αφορά τους ραδιοφωνικούς της σταθμούς κατά 30,5%, ακολουθούμενη από την Ιταλία (-25,5%), την Ελλάδα (-25%) και την Κύπρο (-22,7%). Η Γαλλία είχε αρνητικό ποσοστό -6,4%, πιο κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο (-5,1%). Αντίθετα, η Πορτογαλία ήταν η μόνη χώρα της ομάδας αυτής όπου ο αριθμός των ραδιοφωνικών σταθμών αυξήθηκε (+9,5%).

Πίνακας 1: Αριθμός ραδιοφωνικών σταθμών

Μια πιο σύνθετη εξέλιξη παρατηρείται στον αριθμό των ραδιοφωνικών επιχειρήσεων στην περιοχή των Σκανδιναβικών χωρών. Στη Νορβηγία, ο συνολικός αριθμός, ο οποίος ήταν αρχικά πολύ υψηλός, μειώθηκε αισθητά από το 2000 έως το 2018. Μια εξίσου συνεπής αλλά λιγότερο δραματική μείωση σημειώθηκε στη Δανία, ενώ στη Φινλανδία και τη Σουηδία σημειώθηκε μια μικρή αύξηση των επιχειρήσεων ραδιοφωνικής μετάδοσης από το 2010 έως το 2015, ακολουθούμενη από μια μικρή μείωση.

Όπως είναι αναμενόμενο, η πτώση του αριθμού των ραδιοφωνικών σταθμών εκδηλώνεται και στον αριθμό των εργαζομένων που εργάζονται στον ραδιοφωνικό κλάδο. Τα χρόνια που ακολούθησαν την οικονομική κρίση του 2008 είχαν δυσμενείς επιπτώσεις για τα άτομα που απασχολούνται στο ραδιόφωνο στη Νότια Ευρώπη. Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα σχεδόν οι μισοί από τους εργαζόμενους στο ραδιόφωνο έχασαν την εργασία τους. Στην Ιταλία σχεδόν το 40% των εργαζομένων απολύθηκε, ενώ στην Κύπρο οι απολυμένοι εργαζόμενοι ανέρχονταν σε περίπου 35% και στην Ισπανία σε 28,5%. Όσον αφορά την απασχόληση στο ραδιόφωνο, η Γαλλία αποτελεί εξαίρεση, καθώς η απασχόληση αυξήθηκε οριακά (0,2%) από το 2010 έως το 2018.

Η τάση αυτή είναι ορατή και στην Ανατολική Ευρώπη, καθώς η Πολωνία είναι η μόνη χώρα της περιοχής με θετικό ρυθμό μεταβολής (+26,34) κατά την περίοδο 2010-2018. Για παράδειγμα, στη Σλοβακία μόλις 40 άτομα απασχολούνταν στον τομέα των ραδιοφωνικών εκπομπών το 2017. Συνολικά, κατά την περίοδο 2010-2018 η μεγαλύτερη απώλεια θέσεων εργασίας στον ραδιοφωνικό κλάδο εντοπίζεται στην Ουγγαρία (-55,65), ακολουθούμενη από τη Λιθουανία (-51,61) και την Τσεχία (-43,19).

Στη Βορειοδυτική Ευρώπη, ο αριθμός των εργαζομένων στον ραδιοφωνικό κλάδο από το 2010 έως το 2018 μειώθηκε ακόμη περισσότερο από τον αριθμό των σταθμών, γεγονός που υποδηλώνει ότι πολλοί από τους εμπορικούς σταθμούς βασίστηκαν σε playlists που δημιουργούνται από ηλεκτρονικούς υπολογιστές, εξοικονομώντας παράλληλα προσωπικό. Η μόνη εξαίρεση φαίνεται να είναι η Αυστρία, όπου ένας συγκριτικά μικρός αριθμός εμπορικών σταθμών μπορεί να αντισταθμιστεί από την αύξηση του προσωπικού στο ORF. Στη σκανδιναβική περιοχή παρατηρείται επίσης μια μικρή μείωση του αριθμού των εργαζομένων στο ραδιόφωνο από το 2010 και μετά.

Η διαφημιστική δαπάνη για το ραδιόφωνο παρέμεινε μάλλον σταθερή όλα αυτά τα χρόνια για την πλειονότητα των υπό εξέταση χωρών, ακόμη και στις χώρες που επλήγησαν από την οικονομική κρίση. Με εξαίρεση την Ελλάδα, το διαφημιστικό μερίδιο για το ραδιόφωνο ήταν μάλλον σταθερό, κυμαινόμενο από 4 έως 9% της συνολικής διαφημιστικής δαπάνης. Επομένως, μπορούμε να πούμε ότι παρόλο που η συνολική διαφημιστική δαπάνη επηρεάστηκε από την κρίση, ιδίως από το 2009 έως το 2014, η ραδιοφωνική διαφημιστική δαπάνη δεν επηρεάστηκε το ίδιο σοβαρά.

Η διαφημιστική δαπάνη στο ραδιόφωνο παρουσιάζει μόνο μικρές διακυμάνσεις στη Βορειοδυτική Ευρώπη, με μέγιστα ποσοστά μεταξύ 2000 και 2015 σε όλες τις χώρες εκτός από την Αυστρία, όπου τα διαφημιστικά χρήματα στο ραδιόφωνο κορυφώθηκαν το 1990 και μειώνονταν συνεχώς μέχρι το 2019 κατά περισσότερο από πενήντα τοις εκατό.

Πίνακας 2: Η δαφημιστική δαπάνη στο ευρωπαϊκό ραδιόφωνο (%)

Στην περιοχή της Ανατολικής Ευρώπης, αν και δεν υπάρχουν τεράστιες διακυμάνσεις εντός των ίδιων των χωρών, υπάρχουν σημαντικές διαφορές στις δαπάνες ραδιοφωνικής διαφήμισης μεταξύ των χωρών. Το 2019 το διαφημιστικό μερίδιο για το ραδιόφωνο ήταν 0,9 για τη Βουλγαρία, ενώ για την Εσθονία και τη Λετονία διαμορφώθηκε στο 11,3% και 13%, αντίστοιχα. Τέλος, στις Σκανδιναβικές χώρες παρατηρείται μια ελαφρά ανοδική τάση της ραδιοφωνικής δαπάνης, με αξιοσημείωτη εξαίρεση τη Νορβηγία με σχεδόν 30 εκατ. ευρώ πτώση από το 2015 έως το 2019.

Συνολικά, τα διαθέσιμα στοιχεία σχετικά με τη διαφημιστική δαπάνη που επενδύεται στη ραδιοφωνική αγορά υποδηλώνουν ότι το ραδιόφωνο εξακολουθεί να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της βιομηχανίας των μέσων ενημέρωσης σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Παρόλο που η επίγεια ραδιοφωνική μετάδοση εξακολουθεί να παραμένει η κύρια πλατφόρμα διανομής, τα σχετικά στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι το διαδικτυακό ραδιόφωνο δεν αποτελεί πλέον απλώς συμπλήρωμα των FM, αλλά το υποκαθιστά, ιδίως όσον αφορά τους νεότερους ακροατές (Cordeiro, 2012, σ. 494). Με την άνοδο των υπηρεσιών και των πλατφορμών streaming οι εμπορικές ραδιοφωνικές επιχειρήσεις μπορεί να αρχίσουν να αξιοποιούν την εμπειρία τους στην αγορά και να επιλέξουν μια νέα στρατηγική που να συγχαίρει την επέκταση πέραν των εθνικών τους συνόρων.  Αν και λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του ως μέσου και της προφορικής του φύσης το ραδιόφωνο θεωρούνταν ανέκαθεν δύσκολο μέσο για διεθνοποίηση, οι τεχνολογικές εξελίξεις ανοίγουν το δρόμο για μια «πιο ποικίλη και άμεση αλληλεπίδραση με το κοινό και για τρόπους διαφήμισης που υπερβαίνουν το απλό ραδιοφωνικό σποτ» (Βοnet & Fernández-Quijada, 2021, σ.13).

Ραδιοακρόαση

Ο μέσος Ευρωπαίος ακούει ραδιόφωνο 138 λεπτά την ημέρα, τo 69% των Γερμανών και το 67%  των Ιρλανδών ακούει ραδιόφωνο καθημερινά. Κατά μέσο όρο το 53% των Ευρωπαίων ακούει ραδιόφωνο καθημερινά, ενώ μόνον το 40% των Ελλήνων κάνει το ίδιο, και οι περισσότεροι από αυτούς το ακούν κυρίως στο αυτοκίνητο και βεβαίως από τα κινητά τηλέφωνα. Η ψηφιακή ραδιοφωνία αρχίζει να αναπτύσσεται έντονα και στην Ευρώπη, ενώ οι περισσότεροι σταθμοί μεταδίδουν το πρόγραμμά τους και διαμέσου του διαδικτύου.

Με εξαίρεση την Κύπρο και την Ελλάδα, όλες οι χώρες της Νότιας Ευρώπης βρίσκονται κάτω από το μέσο όρο της ΕΕ28 όσον αφορά το ποσοστό των ερωτηθέντων που ακούνε ραδιόφωνο κάθε μέρα ή σχεδόν κάθε μέρα (Statista, 2020).

Όπως φαίνεται στο Διάγραμμα 1, η ακροαματικότητα του ραδιοφώνου έχει μειωθεί ελαφρώς κατά τη διάρκεια των 30 ετών, με τη μεγαλύτερη πτώση στις Σκανδιναβικές χώρες και τη Νότια Ευρώπη από το 2000. Για τη Νότια Ευρώπη, η μεγαλύτερη πτώση της ακροαματικότητας του ραδιοφώνου σημειώθηκε στην Πορτογαλία και την Ισπανία. Στην περιοχή της Βόρειας – Δυτικής Ευρώπης παρατηρείται επίσης πτώση κατά την ίδια περίοδο, ωστόσο όχι τόσο απότομη. Αντίθετα, στην Ανατολική Ευρώπη και μετά από μια μικρή πτώση, η ακροαματικότητα το 2019 επανέρχεται στα επίπεδα του 2000. 

Το 2020 η ημερήσια ραδιοφωνική ακρόαση στη Νότια Ευρώπη ήταν κατά μέσο όρο 133 λεπτά. Η μεσογειακή τάση είναι επομένως λίγο χαμηλότερη από την ευρωπαϊκή διάμεση τιμή των 138 λεπτών ημερησίως (EBU, 2020). Οι συνήθειες ημερήσιας ραδιοφωνικής ακρόασης κυμαίνονται από 84 λεπτά για την Πορτογαλία έως 148 λεπτά για την Κύπρο και 198 λεπτά για την Ελλάδα. Για την Ανατολική Ευρώπη, η Σλοβακία είναι η μόνη με αύξηση των λεπτών καθημερινής ακρόασης. Η μεγαλύτερη πτώση παρατηρείται στην Ουγγαρία. Και στις τέσσερις χώρες της σκανδιναβικής περιοχής ο χρόνος ακρόασης μειώθηκε από το 2000 έως το 2019, με τη μεγαλύτερη πτώση να καταγράφεται στη Δανία, που αντιστοιχεί σε 90 λεπτά λιγότερου χρόνου ακρόασης ανά ημέρα. Η μικρότερη πτώση καταγράφηκε στη Φινλανδία. Οι εξελίξεις στην ακροαματικότητα του ραδιοφώνου δεν ήταν τόσο δραματικές στη Βόρεια – Δυτική Ευρώπη, με όλες τις χώρες αυτής της ομάδας να βρίσκονται αρκετά πιο πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Το ραδιόφωνο είναι πιο δημοφιλές στην Αυστρία και την Ιρλανδία, και λιγότερο δημοφιλές στο γαλλόφωνο Βέλγιο, τις Κάτω Χώρες και το Ηνωμένο Βασίλειο.

Παρόλο που το ραδιόφωνο είναι λιγότερο ελκυστικό από ό,τι ήταν στο παρελθόν, εξακολουθεί να είναι το μέσο με τη μεγαλύτερη αξιοπιστία. 57% των Ευρωπαίων πολιτών δηλώνουν ότι εμπιστεύονται περισσότερο το ραδιόφωνο (EBU, 2020; EC, 2019). Οι πολίτες των Σκανδιναβικών χωρών τείνουν να εμπιστεύονται περισσότερο το ραδιόφωνο: 80% των ερωτηθέντων στη Σουηδία, 78% τόσο στη Δανία όσο και στη Φινλανδία δηλώνουν ότι εμπιστεύονται το ραδιόφωνο (EC, 2019).

Η αξιοπιστία του ραδιοφώνου είναι επίσης πολύ υψηλή στη βορειοδυτική Ευρώπη με 77% των ερωτηθέντων στις Κάτω Χώρες, 71% στη Γερμανία και 68% στην Αυστρία και την Ιρλανδία. Το χαμηλότερο ποσοστό στην περιοχή σημειώνεται στο Ηνωμένο Βασίλειο με 44% των θετικών ερωτηθέντων. Όσον αφορά τη Νότια Ευρώπη, οι ερωτηθέντες στην Πορτογαλία δήλωσαν ότι εμπιστεύονται το ραδιόφωνο καθώς και την τηλεόραση (και τα δύο 67%). Η εμπιστοσύνη στο ραδιόφωνο στην Ισπανία μειώθηκε απότομα σε σχέση με το 2018, με το 44% των πολιτών να εκφράζει δυσπιστία το 2019. Μια άλλη αξιοσημείωτη εξαίρεση είναι η Ελλάδα, όπου οι πολίτες δυσπιστούν σε όλα τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης (62% δυσπιστούν στο ραδιόφωνο) και αντ’ αυτού στρέφονται στο διαδίκτυο για να ενημερωθούν. Η δυσπιστία προς το ραδιόφωνο στην Τουρκία είναι εξίσου υψηλή με την Ελλάδα (61%) με τους Τούρκους πολίτες να στρέφονται στην τηλεόραση και το διαδίκτυο ως πιο αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης (EBU, 2020). Από το 2018 η εμπιστοσύνη στο ραδιόφωνο αυξάνεται στη Ρουμανία (61%, +10 ποσοστιαίες μονάδες) και στη Βουλγαρία (51%, +6) το 2019 (βλ. σχετικές περιφερειακές εκθέσεις).

Αν και η τηλεόραση, πλέον μαζί με το διαδίκτυο, κυριαρχούν στο επικοινωνιακό πεδίο, το ραδιόφωνο προς έκπληξη όλων παραμένει ένα μέσο με απαράμιλλη δύναμη και σημασία. Παγκοσμίως, εξακολουθεί να είναι το μέσο επικοινωνίας με τη μεγαλύτερη εμβέλεια και αντίκτυπο. Κάθε δείκτης – οικονομικός, δημογραφικός, κοινωνικός και δημοκρατικός – υποδηλώνει ότι το ραδιόφωνο, αντί να ξεθωριάζει, επιστρέφει στη συνείδησή μας και στον πολιτισμό μας.

Βιβλιογραφικές Αναφορές

Bonet, M., & Fernández-Quijada, D. (2021). Sounds without borders: Exploring the cross-national expansion of commercial European Radio Groups

Debande, Ο., & Chetrit, G. (2001). The European audiovisual industry: An overview 07/09/01 Final version. Retrieved August 17, 2021, from https://www.eib.org/attachments/pj/pjaudio_en.pdf

EBU. (2021). Audience trends: Television 2021. Geneva. Retrieved from Retrieved from https://www.ebu.ch/mis.

Eumeplat Project (2021). Patterns in media production: regional models. https://www.eumeplat.eu/wp-content/uploads/2022/09/D1.1_Patterns-in-media-production.-Regional-models.pdf

Eurobarometer. (2019). Standard Eurobarometer 92 (autumn 2019): Media use in the European Union. European Union. Retrieved August 13, 2021, from https://op.europa.eu/s/peWF.

Eurostat. (2018). Annual detailed enterprise statistics for services (NACE Rev. 2 H-N and S95). Retrieved April 17, 2021, from https://ec.europa.eu/eurostat/databrowser/view/SBS_NA_1A_SE_R2__custom_1330783/default/table?lang=en.

Eurostat. (2021a). Annual detailed enterprise statistics for services. (NACE Rev. 2 H-N and S95) [sbs_na_1a_se_r2]. Retrieved September 18, 2021, from https://appsso.eurostat.ec.europa.eu.

Eurostat. (2021b). Households with broadband internet. Retrieved December 16, 2022, from https://ec.europa.eu/eurostat/databrowser/view/tin00073/default/table?lang=en.

Papathanassopoulos, S., Giannouli, I., Archontaki, I., Karadimitriou, A. (2023). The Media in Europe 1990–2020. In: Papathanassopoulos, S., Miconi, A. (eds) The Media Systems in Europe. Springer Studies in Media and Political Communication. Springer, Cham. https://doi.org/10.1007/978-3-031-32216-7_3

Papathanassopoulos, S., Giannouli, I., Archontaki, I. (2023). The Media in Southern Europe: Continuities, Changes and Challenges. In: Papathanassopoulos, S., Miconi, A. (eds) The Media Systems in Europe. Springer Studies in Media and Political Communication. Springer, Cham. https://doi.org/10.1007/978-3-031-32216-7_6 Statista. (2020, March). Europe: Radio usage frequency 2019. Retrieved August 15, 2021, from https://www.statista.com/statistics/422668/europe-radio- usage- freque

Πηγή φωτογραφιών: 1) Rudy and Peter Skitterians, 2) PixabaySamuel Morazan από το Pixabay