Του Στέλιου Παπαθανασόπουλου
Τι μπορεί να φέρει το 2013 στο χώρο των ελληνικών ΜΜΕ; Προφανώς τη βίωση των βαθύτερων συνεπειών της κρίσης που έχει επικρατήσει στην ελληνική κοινωνία και οικονομία και κατ’ επέκταση στο επικοινωνιακό πεδίο. Όμως, η κατάσταση είναι χειρότερη, γιατί τα ελληνικά ΜΜΕ καλούνται να αντιμετωπίσουν όχι μόνον τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης, αλλά και τις αλλαγές που συντελούνται στο ευρύτερο πεδίο με την έλευση και την ευρύτερη χρήση των νέων τεχνολογιών, τη σύγκλιση και την ψηφιοποίηση των μέσων επικοινωνίας. Η κατάσταση μπορεί μάλιστα να γίνει ασφυκτική για το εγχώριο πεδίο εάν αναλογιστεί κανείς ότι κατά την τελευταία 25ετία τα μέσα ενημέρωσης στην Ελλάδα αναπτύχθηκαν με γνώμονα φιλοδοξίες, επιχειρηματικά και πολιτικά κριτήρια και σκοπιμότητες.
Έτσι, σε μια μικρή αγορά χωρίς τις ανάλογες υποδομές, ανεπαρκή για να υποστηρίξει ένα πλήθος επικοινωνιακών εκροών – είτε πρόκειται για εφημερίδες, είτε για περιοδικά, κανάλια, ραδιόφωνα, ψηφιακές πλατφόρμες και διαδικτυακές πύλες – η κρίση ήταν αναμενόμενη. Στην πράξη η κρίση στα ΜΜΕ είναι βαθύτερη από όσο οι πλέον δυσοίωνες προβλέψεις διέβλεπαν. Κατ’ επέκταση έχει καταγραφεί η αναστολή έκδοσης εφημερίδων, περιοδικών, η διακοπή λειτουργίας ραδιοτηλεοπτικών σταθμών, καθώς και η υπαγωγή στο άρθρο 99 (πτώχευση) επικοινωνιακών ομίλων που κάποτε θεωρούνταν εύρωστοι και καινοτόμοι, αλλά στην πράξη διέπονταν από έντονη μεταπρατική λογική και νοοτροπία.
Ακόμη και οι πιο ισχυροί όμιλοι μέσων επικοινωνίας στη χώρα μας έχουν «κτυπηθεί» από την κρίση, με αποτέλεσμα να προβαίνουν σε συνεχείς απολύσεις εργαζομένων και συνεχείς μειώσεις μισθών. Για παράδειγμα, όπως είχε γράψει και η Die Zeit (16/4/2012): «Από τις 13 ελληνικές επιχειρήσεις που ήταν εισηγμένες στο Χ.Α.Α. τώρα είναι μόλις 9». Το αποτέλεσμα είναι ότι έχουν χαθεί περισσότερες από 10.000 θέσεις εργασίας στο χώρο των ΜΜΕ γενικά (όχι μόνον δημοσιογράφοι) μέσα σε τρία χρόνια. Η εξάρτηση πολλών επιχειρήσεων από το τραπεζικό σύστημα (και στην πράξη από τους δανειστές μας) συνεχώς αυξάνει, αφού αδυνατούν πλέον να εκπληρώσουν τις δανειακές τους υποχρεώσεις, αλλά και οι μεγαλόσχημοι επιχειρηματίες αποφεύγουν να «βάλουν λεφτά από την τσέπη τους» χωρίς κρατικά συμβόλαια.
Το ζητούμενο είναι εάν και κατά πόσο έχουμε μάθει κάτι για το 2013 σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Ενδεχομένως, ως καθαρόαιμοι φορείς μιας μεταπρατικής νοοτροπίας, να μην έχουμε αποκομίσει τίποτε, όπως ακριβώς την προηγούμενη εικοσαετία, δηλαδή «προχωράμε κι όπου βγει», παρά το γεγονός ότι πλέον η χώρα βιώνει μια κρίση που είναι πρωτόγνωρη στη σύγχρονη ιστορία της. Δεν είναι τυχαίο ενδεχομένως ότι η χώρα μας αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα που πιστοποιεί ότι οι οικονομοτεχνικές μελέτες μηδαμινή σημασία έχουν για τη χάραξη στρατηγικής, τουλάχιστον στο χώρο των επικοινωνιών και τα παθήματα σπάνια γίνονται μαθήματα στη δική μας περίπτωση.
AΝΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ
Σε γενικές γραμμές, τα τελευταία τριάντα χρόνια η Ελλάδα είναι μια χώρα όπου παραδοσιακά εμφανίζονται και σχεδιάζονται νέα εγχειρήματα στο πεδίο της επικοινωνίας, είτε πρόκειται για νέες εφημερίδες είτε για νέα περιοδικά σε μόνιμη βάση. Αν και μόνον αναλογιστεί κανείς ότι ήδη κυκλοφορούν 14 ημερήσιες αθηναϊκές εφημερίδες με εθνική περίπου εμβέλεια, γύρω στις 240 τοπικές και περιφερειακές, 500 πλέον τίτλοι περιοδικών με τις κυκλοφορίες να συρρικνώνονται αντί να αυξάνονται, ενώ παράλληλα εμφανίζονται νέες εφημερίδες κι άλλα έντυπα, μόνο ορθολογική απάντηση δεν μπορεί να δοθεί.
Και δεν είναι μόνον αυτό. Καθώς νέοι τίτλοι συνεχώς εμφανίζονται και συχνά αναστέλλουν την κυκλοφορία τους ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα, συμπαρασύρουν δημοσιογράφους και άλλους εργαζόμενους και, σε τελική ανάλυση, τους εντάσσουν σε έναν διαρκώς διογκούμενο «εφεδρικό στρατό ανεργίας», ενώ οι υπόλοιποι τελούν σε ένα καθεστώς μόνιμης ανασφάλειας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Η κατάσταση όμως είναι δυστυχώς χειρότερη. Αρκετοί εκδοτικοί φορείς (κι όχι μόνο) στο χώρο των MME, λόγω κάποιων ανορθολογικών επενδύσεων σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση και την καταβαράθρωση των χρηματιστηριακών τους αξιών, αντιμετωπίζουν έντονα οικονομικά προβλήματα. Έτσι, οι εργαζόμενοι ακόμη και στα «καλύτερα μαγαζιά» νιώθουν εξίσου ανασφαλείς με τους υπόλοιπους συναδέλφους τους. Η περίοδος αυτή, αφενός, λόγω λανθασμένων στρατηγικών, αφετέρου λόγω της καταβαράθρωσης της διαφημιστικής δαπάνης και των «παράπλευρων επιπτώσεων» της οικονομικής ύφεσης, κινδυνεύει να χαρακτηριστεί μία από τις χειρότερες στην περίοδο του δημοσιογραφικού επαγγέλματος, τουλάχιστον από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Παρόμοια κατάσταση επικρατεί και στον περιοδικό Τύπο, ο οποίος μετά από μια αναπτυξιακή πορεία στα μέσα της δεκαετίας του 1990, βρίσκεται σε πορεία κατάρρευσης.
Στη χώρα του «μεταπρατικού ανορθολογισμού», οι ραδιοτηλεοπτικές άδειες καλά κρατούν. Στην πράξη έχουμε ξεχάσει τις άδειες, αφού από το 1998 οι τηλεοπτικοί σταθμοί παραμένουν προσωρινά νόμιμοι, επιβεβαιώνοντας τη θυμόσοφο ρήση «ουδέν μονιμότερον του προσωρινού», ενώ για τους ραδιοφωνικούς σταθμούς ουδείς δείχνει να ενδιαφέρεται, καθώς έχουν τεθεί στο περιθώριο του εγχώριου επικοινωνιακού συστήματος. Το παράλογο είναι ότι η τηλεοπτική ψηφιοποίηση της χώρας έχει δοθεί στους ιδιωτικούς σταθμούς, οι οποίοι δεν διαθέτουν επίσημη άδεια λειτουργίας.
MΟ «ΣΩΖΩΝ ΕΑΥΤΟΝ ΣΩΘΗΤΩ»
Αν το DNA των σύγχρονων μέσων επικοινωνίας είναι η διαφήμιση, η κατάσταση στο χώρο της διαφήμισης είναι διπλά προβληματική. Αφενός η συνολική διαφημιστική δαπάνη ανάμεσα στο 2012 και το 2007 έχει καταβαραθρωθεί με δραματικούς ρυθμούς προσεγγίζοντας το 60%, αφετέρου ο κλάδος έχει υποστεί μεγάλη καθίζηση από τη συνεχιζόμενη μείωση των διαφημιζομένων. Μεγάλες ξένες διαφημιστικές επιχειρήσεις εγκατέλειψαν το ελληνικό παρακμάζων πεδίο σπέρνοντας χρέη σε όλους (εργαζόμενους, προμηθευτές, μέσα) και οδηγώντας τις υπόλοιπες επιχειρήσεις σε απολύσεις και συρρίκνωση.
Η πορεία βέβαια της ελληνικής διαφήμισης (και κατ’ επέκταση των ελληνικών μέσων επικοινωνίας) θα εξαρτηθεί άμεσα από την πορεία της ελληνικής οικονομίας στην επόμενη διετία, αλλά, ενδεχομένως περισσότερο, από την πορεία της οικονομίας και της διαφημιστικής δαπάνης στην Ευρωζώνη. Η Ευρωζώνη ως σύνολο, όπως είναι γνωστό, έχει ήδη εισέλθει σε ύφεση, δεδομένου ότι οι υπόλοιπες αγορές της Ευρώπης έχουν αποδυναμωθεί. Ακόμη πολλές αναπτυσσόμενες χώρες εμφανίζουν σημεία επιβράδυνσης, καθώς οι εξαγωγές τους προς τον αναπτυγμένο κόσμο μειώνονται, παρόλο που η ανάπτυξη τους παραμένει σε γενικές γραμμές πολύ πιο ισχυρή από εκείνη στις αναπτυγμένες αγορές. Εν ολίγοις, η οικονομία της Ευρωζώνης εμφανίζει σημαντικό πρόβλημα, (συνεχιζόμενη ύφεση και αύξηση ανεργίας σε Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, και φυσικά στην Ελλάδα). Οι προβλέψεις των επαϊόντων των αγορών αναφέρουν ότι η διαφημιστική δαπάνη στις χώρες του αποκαλούμενου Ευρωπαϊκού Νότου θα συρρικνωθεί περαιτέρω και όλοι συμφωνούν ότι τη μεγαλύτερη συρρίκνωση θα αντιμετωπίσει η Ελλάδα. Κάποιος βέβαια θα αναρωτηθεί πόσο ακόμη θα συρρικνωθεί η διαφήμιση στη χώρα μας, αλλά οι συνεχείς μειώσεις μισθών και κατ΄ επέκταση της αγοραστικής δύναμης προμηνύουν τα χειρότερα.
Παρά το γεγονός ότι η τηλεόραση είναι το μέσο με την υψηλότερη διείσδυση στην Ελλάδα (ο μέσος Έλληνας παρακολουθούσε περισσότερες από 4,5 ώρες ημερησίως το 2012). Τα διαφημιστικά έσοδα των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών έχουν μειωθεί στο ένα τρίτο σε σχέση με αυτά που συγκέντρωναν το 2007, με αποτέλεσμα πέραν των απολύσεων προσωπικού (δημοσιογράφων και τεχνικών) να έχουν μετατραπεί σε κανάλια χαμηλού κόστους και εν τέλει χαμηλότερης αισθητικής.
Οι επενδύσεις στην ελληνική παραγωγή είναι ελάχιστες. Ούτε η δημόσια τηλεόραση επενδύει πια όπως θα όφειλε, αφού σε αντίθεση με τους ιδιωτικούς σταθμούς τα έσοδά της είναι σχετικώς σταθερά. Αντ’ αυτού προτιμούν τις αθρόες εισαγωγές. Εάν τα ιδιωτικά κανάλια δείχνουν προτίμηση στις τουρκικές παραγωγές, η δημόσια τηλεόραση στρέφεται προς στις βρετανικές τηλεοπτικές σειρές «χωρίς διαφημίσεις», λες κι αυτό είναι το ζητούμενο. Ενδεχομένως, η ελληνική τηλεόραση, μετά το ατέλειωτο «ενημερωτικό βουητό», στην ζώνη της υψηλής τηλεθέασης δεν θα μιλά στην γλώσσα της, γεγονός αξιοσημείωτο για τα διεθνή τηλεοπτικά δεδομένα.
Αλλά και στο χώρο του διαδικτύου, τα πράγματα δεν είναι καλύτερα, παρά το γεγονός ότι η διείσδυση του διαδικτύου έχει αυξηθεί σημαντικά, η διαφήμιση, δεν επαρκεί για να το στηρίξει. Η ιστορία της ανάπτυξης των μέσων έχει περίτρανα καταδείξει ότι όλα τα νέα επικοινωνιακά μοντέλα χρειάζονται χρόνο για να «βρουν το δρόμο τους» και να γνωρίσουν την επιτυχία. Για να έρθει όμως αυτή, χρειάζονται να υιοθετήσουν και νέα επιχειρηματικά μοντέλα.
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
Οποιαδήποτε πρόβλεψη για το νέο έτος είναι τόσο επισφαλής, όσο και η πρόβλεψη του δελτίου καιρού για το επόμενο τρίμηνο. Ιδιαίτερα σε μια χώρα της οποίας οι πολίτες διακατέχονται μεν από έναν έντονο επικοινωνισμό, αλλά δεν επικοινωνούν μεταξύ τους, σε μια χώρα όπου η απογοήτευση είναι μεγάλη κι ο ένας κατηγορεί τον άλλον για την κρίση και την παρακμή, αλλά κανείς δεν προσπαθεί να βρει τρόπους συνεργασίας και συναίνεσης, σε μια χώρα όπου έχουμε μάθει να θεωρούμε ότι για όλα τα προβλήματά μας φταίνε πάντα οι «Άλλοι», η αισιοδοξία για ανάκαμψη της οικονομίας και κατ’ επέκταση των μέσων επικοινωνίας είναι μικρή.
Ενδεχομένως, η κατάσταση της ανασφάλειας να διαρκέσει έως την πλήρη ανάκαμψη της οικονομίας μας, έως την απεμπλοκή της χώρας από το μνημόνιο του νέου, εκ των πραγμάτων, εθνικού μας οράματος. Όμως, χρόνο με το χρόνο καθίσταται εμφανές ότι τα ελληνικά μέσα εισέρχονται σε μια περίοδο, σύντομη ή μακρά, κατά την οποία η συρρίκνωση είτε με τη μορφή των εξαγορών ή τη διακοπή λειτουργίας θα αυξάνεται. Αντίστοιχα θα επικρατήσει ένας μικρός αριθμός εφημερίδων, περιοδικών, ραδιοφωνικών, τηλεοπτικών σταθμών και διαδικτυακών κόμβων με επαγγελματικό προσανατολισμό. Οι επιχειρήσεις αυτές θα έχουν παράλληλα προβεί σε σημαντικές και μακροπρόθεσμες επενδύσεις. Γύρω τους θα λειτουργεί ένα πλήθος εναλλακτικών μέσων, κυρίως με τη μορφή των blogs, όσο αυτά προσφέρονται δωρεάν από τους παρόχους.
Κοντολογίς, μέσα σε μια εικοσαετία, τα ελληνικά μέσα επικοινωνίας και ενημέρωσης περιήλθαν από μια φάση ενθουσιασμού, ενδεχομένως και αθωότητας, σε μια φάση έντονου κορεσμού και επισφάλειας.
«Λογικά», η επόμενη δεκαετία θα είναι η φάση της συρρίκνωσης, αλλά στην Ελλάδα ο ανορθολογισμός είναι εκείνος που τείνει να επικρατεί.