ΘΑ ΜΑΣ ΛΕΙΨΕΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙ Η ΕΡΤ;

Αχιλλέας Καραδημητρίου

 

Το να μιλήσει κανείς για την ΕΡΤ ποτέ δεν ήταν εύκολο. Πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού  του είχε την εικόνα μιας κυβέρνησης που θεωρούσε το δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα αυτοδίκαιη ιδιοκτησία της. Για αυτόν, αλλά και για πολλούς ακόμα λόγους (άστοχη οικονομική διαχείριση, στελέχη με υψηλές αποδοχές, έλλειψη μακροπρόθεσμου σχεδίου) ο οργανισμός αυτός έχει επικριθεί όσο λίγοι. Σε κάθε είδους έντυπα και τηλεοπτικά πάνελ η ΕΡΤ εδώ και χρόνια έχει υπάρξει ο πιο εύκολος στόχος δριμείας κριτικής από ειδήμονες και μη. Δικαίως, ως ένα βαθμό, αφού οι στρεβλές πρακτικές σε αυτήν είχαν ξεπεράσει κάθε έννοια διαχρονικότητας. Αδίκως, γιατί συνήθως πολλοί σχολιαστές, που με περισσή ευκολία επέκριναν την ΕΡΤ, κώφευαν απέναντι σε προβλήματα εντύπων που τους φιλοξενούσαν ή σε προβλήματα του ιδιωτικού καναλιού στο οποίο είχαν συμφέροντα. Στην περίπτωση πάντως της ΕΡΤ οι στρεβλές πρακτικές την είχαν οδηγήσει σε μία περιθωριοποίηση που εδώ και χρόνια φαίνεται να μην απασχολούσε – σε σοβαρό τουλάχιστον επίπεδο – κανέναν ιθύνοντα νου.

Αν κοιτάξει κανείς τα ποσοστά τηλεθέασης των δύο προηγούμενων δεκαετιών θα διαπιστώσει ότι η δημόσια ραδιοτηλεόραση στην Ελλάδα ήταν ένας φορέας όχι και τόσο ελκυστικός στο κοινό (Γραφήματα 1, 2, 3). Οι λόγοι πολλοί, όσοι ίσως και τα προβλήματά της. Βέβαια ένας υπέρμαχος της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης απέναντι στο επιχείρημα των μεριδίων τηλεθέασης θα ανταπαντούσε ότι η ΕΡΤ σε καμία περίπτωση δε χρειάζεται να είναι ανταγωνιστική, λόγω του κοινωνικού θεσμού που αντιπροσωπεύει. Σωστό, ωστόσο το να επιδιώκεις να είσαι ελκυστικός είναι διαφορετικό από το να επιδιώκεις την ανταγωνιστικότητα. Δυστυχώς, η ΕΡΤ λίγες φορές κατάφερε να είναι ελκυστική, αφού λίγες φορές κατόρθωσε να πείσει για την ανεξάρτητη φωνή της, ενώ ποτέ δεν πορεύτηκε με βάση ένα μακροπρόθεσμο στρατηγικό σχέδιο.

CropperCapture[1]

   CropperCapture[22]
CropperCapture[20]

Σημειώσεις (ισχύει για όλα τα γραφήματα):  
Στα δημόσια τηλεοπτικά κανάλια περιλαμβάνονται τα εξής:  ΕΤ1, ΕΤ2/ΝΕΤ και ΕΤ3.                                                                    
Στα ιδιωτικά τηλεοπτικά κανάλια περιλαμβάνονται τα εξής: MEGA, ANT1, ΣΚΑΪ (1995-1999 & 2008-2010)**,  ALPHA (2000-2010), STAR (1995-2010), ALTER (2000-2010).                                                                                                                                  
                      (*) Στα λοιπά περιλαμβάνονται το βίντεο, οι δορυφορικοί και οι υπόλοιποι τηλεοπτικοί σταθμοί.
                      (**)  Από τα τέλη Δεκεμβρίου του 1998 μέχρι και τον Οκτώβριο του 1999 ο  τηλεοπτικός σταθμός ΣΚΑΪ ενώ έχει πουληθεί σε νέο ιδιοκτήτη το όνομά του υφίσταται σταδιακές τροποποιήσεις: ΣΚΑΪ, Skai, Alpha Sky με τελική την επωνυμία ALPHA.
Ζώνη: Σύνολο ημέρας 
Σημειώσεις: Οι περιοχές κάλυψης της έρευνας τηλεθέασης της εταιρείας Nielsen Audience Measurement (πρώην ΑGB Nielsen Media Research) έχουν ως εξής: α) Αθήνα, μέχρι Δεκέμβριο 1990, β) Αθήνα & Θεσσαλονίκη, από Ιανουάριο 1991 έως 15 Νοεμβρίου 1992, γ) Αθήνα, Θεσσαλονίκη και αστικές περιοχές με 10.000+ νοικοκυριά, από 16 Νοεμβρίου 1992 έως 30 Απριλίου 2000, δ) Ηπειρωτική Ελλάδα και Κρήτη από 1η Μαΐου 2000 έως 14 Σεπτεμβρίου 2008, ε) Πανελλαδικά από 15 Σεπτεμβρίου 2008
Πηγή: Nielsen

Κι ενώ η ΕΡΤ εδώ και χρόνια βρίσκεται στο περιθώριο η ξαφνική απουσία της από το τηλεοπτικό σκηνικό προκαλεί καταιγισμό δηλώσεων και σωρεία αντιδράσεων (εγχώριων και ξένων). Πώς λοιπόν ένας τόσο «απαξιωμένος» οργανισμός κατάφερε να ευαισθητοποιήσει τόσο πολύ κόσμο μετά τον «ξαφνικό θάνατο» που του επέβαλαν; Η απάντηση είναι μάλλον εμφανής. Αυτό που ενόχλησε περισσότερο στην περίπτωση της ΕΡΤ δεν ήταν το ξαφνικό λουκέτο αυτής καθαυτής της «αμαρτωλής» εταιρείας, αλλά το πλήγμα που δέχθηκε ο σημαντικός για την Ευρώπη θεσμός της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, μια ενέργεια που προκάλεσε άμεσους συνειρμούς περί αποδυνάμωσης ή καταστολής της δημοκρατίας. Με το γνωστό «μαύρο» στις συχνότητες της ΕΡΤ «χτυπήθηκε» όχι απλά ένας φορέας, αλλά ένα σύμβολο παγκόσμιας και κυρίως ευρωπαϊκής αναγνώρισης. Η δημόσια ραδιοτηλεόραση αποτελεί έναν ξεχωριστό θεσμό του επικοινωνιακού πεδίου στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού πολιτισμού, ο οποίος έχει αντέξει τόσες προκλήσεις (οικονομικές, τεχνολογικές) στο πέρασμα των χρόνων που αν μη τι άλλο δεν άξιζε τη φίμωση με αυτό τον τρόπο.

Όλα αυτά λογικά, ωστόσο κανείς δε θυμάται ότι η παρουσία της ΕΡΤ στο τηλεοπτικό σκηνικό είχε εδώ και καιρό ατονήσει από τις επαναλαμβανόμενες απεργίες των εργαζομένων, που έδιναν την εικόνα ενός φορέα σε υπολειτουργία. Η δημόσια ραδιοτηλεόραση στην Ελλάδα δυστυχώς έπασχε από ένα είδος διαχρονικής αυτοχειρίας. Πέρα από τη στρεβλή διαχείριση που της άσκησε το πολιτικό σύστημα της χώρας, δεν αγαπήθηκε όσο θα έπρεπε από το ίδιο το εσωτερικό της (ή τουλάχιστον αυτοί που την αγάπησαν και την νοιάστηκαν δεν κατάφεραν να επιβληθούν σε εκείνους που την υπονόμευαν).

Είναι εντυπωσιακό ότι πριν από λίγο καιρό πολλοί καταδίκαζαν κάθε ενδεχόμενο «ξαφνικού θανάτου» της ΕΡΤ χωρίς να τους περνάει από το μυαλό η σκέψη ότι ο δημόσιος ραδιοτηλεοπτικός φορέας της Ελλάδας έχει πεθάνει προ πολλού. Δεν ήταν μόνο τα επί σειρά ετών χαμηλά ποσοστά τηλεθέασης, αλλά και η ίδια η διάθεση του ανθρώπινου δυναμικού της, που ακόμα κι όταν «ο κόμπος είχε φτάσει στο χτένι» δεν φαινόταν πρόθυμο για μία ειλικρινή αυτοκριτική.

Ας ελπίσουμε ότι η διακοπή λειτουργίας της ΕΡΤ, αλλά όχι της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, θα αποτελέσει την αφορμή για έναν σοβαρό δημόσιο διάλογο ως προς το τι ραδιοτηλεόραση θέλουμε να έχουμε στο μέλλον. Ό,τι κι αν γίνει από εδώ και στο εξής, όποια φόρμουλα κι αν βρεθεί για τη μεταβατική και οριστική επαναλειτουργία της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης τίποτε δε θα θυμίζει την παλιά ΕΡΤ. Οι δομές της, το δυναμικό της δεν θα είναι το ίδιο, όπως ίδια δεν θα είναι και η αντιμετώπιση του νέου brand name. Η ιστορία της ελληνικής ραδιοφωνίας και τηλεόρασης είναι (ή σωστότερα ήταν) η ΕΡΤ. Από εδώ και στο εξής οι αναφορές στη δημόσια ραδιοτηλεόραση θα χωρίζονται στην «περίοδο ΕΡΤ» και στη «μετά την ΕΡΤ εποχή».

Σχέδιο Εξυγίανσης: Η καλή προαίρεση μόνο δεν αρκεί

Για την ελληνική δημόσια ραδιοτηλεόραση ο πολιτικός κόσμος διατύπωσε στο παρελθόν πολλά και διαφορετικά σχέδια αναδιάρθρωσης, στην πράξη όμως καμία αξιόλογη σκέψη δε μετουσιώθηκε σε αποτελεσματική δράση. Σε επίπεδο προθέσεων η ελληνική δημόσια ραδιοτηλεόραση βρισκόταν πάντα σε μία διαδικασία εξορθολογισμού. Το πρόβλημα ήταν ότι η πρόθεση παρέμενε πρόθεση και δεν μετουσιωνόταν σε πράξη. Κάθε φορά που η θέση του Διευθύνοντος Συμβούλου ανανεωνόταν, οι εξαγγελίες κινούνταν στο ίδιο μοτίβο: περιλάμβαναν υποσχέσεις για νοικοκύρεμα, ανταγωνιστικότητα, πλουραλισμό και απεξάρτηση από την κυβερνητική εξουσία. Υποσχέσεις που στο τέλος αποδεικνύονταν φρούδες ελπίδες. Η πολυπόθητη (οικονομική) εξυγίανση της ΕΡΤ επί της ουσίας αποδείχθηκε μία ουτοπία, που τροφοδοτήθηκε από ποικίλες προβληματικές και ενδεχομένως παραβατικές καταστάσεις.[1]

Σήμερα ένα νομοσχέδιο επιχειρεί να θέσει τις βάσεις για μια νέα δημόσια ραδιοτηλεόραση, που εγκαινιάζει τη «μετά την ΕΡΤ» εποχή. Θεωρητικά φέρνει καινοτόμα  στοιχεία στον τρόπο διοίκησης και λειτουργίας του νέου φορέα, όπως είναι η συγκρότηση Επιτροπής Δεοντολογίας και η θέση Διαμεσολαβητή προκειμένου να εξετάζει καταγγελίες, παράπονα και αιτήματα απάντησης σχετικά με τις εκπομπές της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης. Ωστόσο, σε ορισμένα σημεία είναι ελλιπές και γενικόλογο, αφήνοντας το περιθώριο κάποια τρωτά σημεία της παλιάς ΕΡΤ να κληροδοτηθούν και στο νέο οργανισμό.

Συγκεκριμένα, δεν προσδιορίζει τον αριθμό των τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών του νέου φορέα, ούτε προβλέπει ως κάτι απαραίτητο την παροχή προγράμματος για τον απόδημο ελληνισμό μέσα από ξεχωριστό τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό δίαυλο. Επιπλέον, δεν αποσαφηνίζεται πώς το Ελεγκτικό Συμβούλιο θα διασφαλίζει την ανεξαρτησία του νέου φορέα από κάθε μορφής παρεμβάσεις. Δίνεται το δικαίωμα στον Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο με μια απλή πρότασή του να αναθέτει έργα για απευθείας εκτέλεση σε εξειδικευμένο προσωπικό. Η διαδικασία αυτή χωρίς τις κατάλληλες δικλείδες ασφαλείας μπορεί να οδηγήσει σε ολισθήματα παρόμοια με εκείνα του παρελθόντος (όπως ήταν το καθεστώς των ειδικών συμβούλων ή το προσωπικό ειδικών θέσεων).

Με βάση το νέο σχέδιο νόμου τα κέντρα λήψης αποφάσεων αυξάνονται. Παραχωρούνται καθοριστικές αρμοδιότητες σε ένα επταμελές Εποπτικό Συμβούλιο, το οποίο όχι μόνο επιλέγει Διευθύνοντα Σύμβουλο και μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, αλλά παράλληλα καταρτίζει 10ετές στρατηγικό σχέδιο.

Η ανάγκη εξυγίανσης της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης δεν αποτελεί αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Εδώ και καιρό διάφορες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις μάχονται να περικόψουν τις δαπάνες λειτουργίας των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων.  Ωστόσο, στην Ελλάδα η μέθοδος εξορθολογισμού που επιλέχθηκε είναι αν μη τι άλλο άστοχη.

Η ελληνική κυβέρνηση στην προσπάθειά της να εξυγιάνει τη δημόσια ραδιοτηλεόραση και να της δώσει μια νέα εκκίνηση στο συνεχώς εξελισσόμενο επικοινωνιακό πεδίο καταφεύγει σε σπασμωδικές αποφάσεις χωρίς να έχει προηγουμένως προετοιμαστεί καταλλήλως για την επίτευξη του στόχου. Το λάθος των ιθυνόντων είναι διττό: όχι μόνο δε μεριμνούν για την καλλιέργεια ευνοϊκού κλίματος στους κόλπους της κοινωνίας των πολιτών, αλλά επίσης αδυνατούν να παρουσιάσουν ένα ολοκληρωμένο και καλοσχεδιασμένο πρόγραμμα μετάβασης από την παλιά στη νέα εποχή.

Αχιλλέας Καραδημητρίου 

Αναφορές:

Νέα (2013 λ): » Προκαταρκτική έρευνα διέταξε η εισαγγελέας Διαφθοράς Ελένη Ράικου για τα σκάνδαλα στην ΕΡΤ», 14 Ιουνίου, online διαθέσιμο στο http://www.tanea.gr/news/greece/article/5023731/prokatarktikh-eksetash-dietakse-h-eisaggeleas-diafthoras-elenh-raikoy-gia-ta-skandala-sthn-ert/ [τελευταία πρόσβαση 14/6/2013].  

[1] Η ΕΡΤ απασχολεί τη δικαιοσύνη ακόμα και όταν η λειτουργία της βρίσκεται σε αναστολή. Αφορμή αποτελεί έγγραφο του Υπουργού Οικονομικών σχετικά με συμβάσεις και αναθέσεις παραγωγών, που βγαίνει στο φως της δημοσιότητας  τη δεύτερη ημέρα διακοπής λειτουργίας του φορέα, ζήτημα για το οποίο η εισαγγελέας διαφθοράς διατάσσει κατεπείγουσα προκαταρκτική έρευνα (Νέα, 2013).