της Κικής Μαργαρίτη
Μπήκαν με φόρα στον τομέα της ενημέρωσης, κερδίζοντας έδαφος από τα παραδοσιακά μέσα που σταδιακά έχαναν τις δυνάμεις τους. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης διεκδίκησαν και κέρδισαν το δικό τους χώρο στον ενημερωτικό τομέα. Το 2017, όμως, τα βρίσκει αρκετά αποδυναμωμένα, με το κοινό να τηρεί απέναντι τους μια πιο επιφυλακτική στάση. Μοναδική εξαίρεση η Ελλάδα…
Η διάδοση των «ψευδών ειδήσεων» είναι και η βασική αιτία που το κοινό ανά τον κόσμο αρχίζει να είναι πιο καχύποπτο απέναντι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Σε μια εποχή όπου η εμπιστοσύνη στα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης φθίνει ολοένα και περισσότερο η εμφάνιση των «fake news» έρχεται να επιβεβαιώσει όσους κάνουν λόγο για την επιβλαβή επίδραση του Διαδικτύου στη δημοσιογραφία.
Τα «fake news», βέβαια, δεν είναι κάτι νέο στον τομέα της ενημέρωσης, αλλά ο ψηφιακός κόσμος είναι το καταλληλότερο περιβάλλον για να καλλιεργηθούν και να εξαπλωθούν. Κυρίως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (Facebook, Twitter) αποτελούν την αρένα όπου ψευδείς και αληθινές ειδήσεις δίνουν μάχη για το ποιες θα επικρατήσουν δεδομένου ότι δεν είναι σαφές εάν το περιεχόμενο που αναρτάται εκεί αποτελεί είδηση, γνώμη, ανάλυση, ή απλώς… τρολάρισμα.
Όπως έδειξε μεγάλη έρευνα του Ινστιτούτου του Reuters[1], οι περισσότεροι καταναλωτές περιεχομένου δεν εμπιστεύονται πια τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης, αλλά συγχρόνως έχουν γίνει περισσότερο καχύποπτοι και με τα social media. Εξαίρεση, όπως προαναφέρθηκε, αποτελεί η περίπτωση της Ελλάδας. Σύμφωνα με την έρευνα για το 2017, η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στην οποία περισσότεροι εμπιστεύονται τα social media, παρά τα ειδησεογραφικά brands, ώστε να διαπιστώσουν εάν οι ειδήσεις που μαθαίνουν είναι αληθινές ή όχι.
Από τους 70.000 καταναλωτές περιεχομένου και πλέον που ερωτήθηκαν σχετικά σε 36 χώρες του κόσμου, μόνο το 24% των ερωτηθέντων είπαν ότι τα κοινωνικά μέσα έκαναν ικανοποιητική προσπάθεια να ξεχωρίσουν την πραγματικότητα από την μυθοπλασία σε σχέση με το 40% που ψηφίζει τα παραδοσιακά μέσα. Οι περισσότεροι από τους μισούς (54%) απάντησαν ότι χρησιμοποιούν τα social media ως πηγή ενημέρωσης, αλλά παραδέχονται μια μείωση στη χρήση του Facebook ως μέσου ενημέρωσης.
Γράφημα 1: Ποσοστό, το οποίο συμφωνεί ότι τα Ειδησεογραφικά Μέσα / τα Κοινωνικά Μέσα βοηθούν επιτυχώς στο διαχωρισμό του γεγονότος (fact) από τη μυθοπλασία (fiction) – Επιλεγμένες χώρες.
(Ερώτηση: Παρακαλώ προσδιορίστε το επίπεδο συμφωνίας σας αναφορικά με τις παρακάτω δηλώσεις – Τα ειδησεογραφικά Μέσα / τα κοινωνικά Μέσα με βοηθούν επιτυχώς στο να διαχωρίσω το γεγονός από τη μυθοπλασία. Συνολικό δείγμα σε κάθε χώρα).
Τα ποσοστά εμπιστοσύνης στη διάκριση αλήθειας και μύθου είναι για την Ελλάδα στο 28% για τα κοινωνικά δίκτυα και μόλις στο 19% για τα παραδοσιακά. Την ίδια ώρα, το 23% των Ελλήνων δηλώνει πως δεν εμπιστεύεται την αξιοπιστία των ειδήσεων. Σε χώρες όπως οι ΗΠΑ και η Βρετανία, όπως διακρίνεται και στο παραπάνω γράφημα, ο κόσμος είχε διπλάσια εμπιστοσύνη στα ΜΜΕ ως προς το να ξεχωρίσουν την αλήθεια από το ψέμα.
Η δύναμη των social media γίνεται αδυναμία;
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι πλέον άρρηκτα συνδεδεμένα με τη δημοσιογραφία, διαμορφώνοντας μία ακόμη νέα μορφή παραγωγής περιεχομένου. Σε αυτό το νέο είδος ανοικτής δημοσιογραφίας, οι πληροφορίες παράγονται τόσο από επαγγελματίες δημοσιογράφους, όσο και από το κοινό.
Το περιεχόμενο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης χαρακτηρίζεται από μια πιο προσωποποιημένη και εξατομικευμένη σκοπιά των γεγονότων και εδώ περισσότερη σημασία έχει το προσωπικό ενδιαφέρον για μία πληροφορία και όχι τόσο η αντικειμενική της αξία. Οι αναγνώστες δεν είναι μόνο ενεργοί παραγωγοί, αλλά νοούνται ως «φίλοι», ως «ακόλουθοι» γεγονός που σχηματοποιεί ένα δίκτυο ομαδοποιημένο γύρω από συγκεκριμένα θέματα ή και πρόσωπα (Siapera, 2012: 171).
Σε ένα oλοένα και πιο εμφατικά συμμετοχικό επικοινωνιακό περιβάλλον, δεν πρέπει να μιλάμε πια για διαχωρισμό ρόλων ανάμεσα σε παραγωγούς και καταναλωτές, αλλά για συμμετέχοντες που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, βάσει νέων κανόνων που κανείς ακόμη δεν έχει κατανοήσει (Jenkins, 2006: 3). Η δημοσιογραφία με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχει γίνει πιο «γρήγορη» με την έννοια ότι έχει μειωθεί αισθητά ο χρόνος διάδοσης της είδησης. Πλέον το ενημερωτικό ντόμινο ξεκινά από εκεί. Ωστόσο πολλοί είναι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι με αυτό τον τρόπο χάνεται και ο έλεγχος της είδησης, αφού μεταδίδεται ανεπεξέργαστη πλέον και χωρίς όλες τις απαραίτητες δημοσιογραφικές διασταυρώσεις.
Από τις κύριες προκλήσεις που έχουν να αντιμετωπίσουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι η αμφισβήτηση της αξιοπιστίας των πληροφοριών που μεταδίδουν. Η άνοδος των social media ως πηγή κυρίως έκτακτων ειδήσεων και η ταχύτητα με την οποία διαδίδονται οι πληροφορίες θέτει ένα βασικό ζήτημα αξιοπιστίας των πληροφοριών αυτών. Η εξακρίβωση της είδησης αποτελεί βασική αρχή της δημοσιογραφίας. Ο Gowing μιλά για την τυραννία της ζωντανής μετάδοσης της είδησης, γεγονός που κάνει πολύ δύσκολη την επιλογή του επαγγελματία δημοσιογράφου για το αν μπορεί να μεταδώσει μια πληροφορία που είναι ατελής, ή πιθανότατα δεν έχει επιβεβαιωθεί στο 100% (Gowing, 2009: 30). Οι δημοσιογράφοι θα πρέπει «να βρουν την ισορροπία μεταξύ της ταχύτητας και της ακρίβειας, ανάμεσα στο να γίνουν αναλυτικοί και διεξοδικοί ή απλώς ενδιαφέροντες» (Meyer, 2009: 11).
Ένα άλλο μεγάλο ζήτημα που τίθεται με την έλευση των social media στο δημοσιογραφικό πεδίο είναι το θέμα της αντικειμενικότητας, η οποία αποτελεί κύρια αρχή της δημοσιογραφίας. Οι δημοσιογράφοι θα πρέπει να αφήνουν έξω από το ρεπορτάζ τους την προσωπική τους άποψη (η παραπομπή είναι αυτή που αναγράφεται στο τέλος της παραγράφου). Ωστόσο τα χαρακτηριστικά και η κουλτούρα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης δίνουν το έναυσμα στους δημοσιογράφους να γράψουν τις σκέψεις τους και τα συναισθήματά τους για ένα γεγονός και να το μοιραστούν δημόσια. Στις αρχές του 2000 η διαμάχη μεταξύ αντικειμενικότητας και υποκειμενικότητας διεξαγόταν στο πεδίο των blogs. Τώρα η άνοδος του Twitter και του Facebook έχει μετατοπίσει στα social media το πεδίο της διαμάχης (Hermida, 2012: 321).
Εργαλεία προπαγάνδας;
Πρόσφατη έρευνα του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης[2] έδειξε, επίσης, ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης -και ιδιαίτερα το Facebook και το Twitter- φαίνεται ότι χρησιμοποιούνται ως εργαλεία για τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης. Οι μελέτες, που αποτελούν μέρος του Προγράμματος Computational Propaganda Research Project του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, διενεργήθηκαν σε εννέα διαφορετικές χώρες (Βραζιλία, Καναδά, Κίνα, Γερμανία, Πολωνία, Ουκρανία, Ρωσία, Ταϊβάν και ΗΠΑ). Σύμφωνα με τον καθηγητή Φίλιπ Χάουαρντ, «τα ψέματα, τα σκουπίδια και η παραπληροφόρηση» της παραδοσιακής προπαγάνδας είναι ευρέως διαδεδομένα στο Διαδίκτυο, ιδιαίτερα στο Facebook και το Twitter.
Όπως αναφέρει σε δημοσίευμά της η βρετανική εφημερίδα Guardian[3], τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν πεδίο πολιτικών μαχών, ενώ οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται κατά κύριο λόγο για τη διάδοση ψευδών ειδήσεων περιλαμβάνουν τη δημιουργία ψεύτικων λογαριασμών και τη χρήση αυτοματοποιημένων προγραμμάτων (bots). Σκοπός τους είναι η προώθηση και η αναπαραγωγή δημοσιεύσεων υπέρ κάποιου δημόσιου προσώπου ή η εικονική αύξηση της δημοτικότητας κάποιου πολιτικού.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι στις ΗΠΑ το φαινόμενο αυτό δημιούργησε την ψευδαίσθηση της δημοτικότητας, ούτως ώστε ένας υποψήφιος να φαίνεται πιο δημοφιλής από πριν, κάτι που ο Σάμιουελ Γούλι, επικεφαλής των ερευνών, ονομάζει ως «κατασκευαστική συναίνεση». Στην μελέτη που αφορά στις ΗΠΑ αναφέρεται ότι η ψευδαίσθηση της διαδικτυακής υποστήριξης για έναν υποψήφιο μπορεί να «ενισχύσει την πραγματική [υποστήριξη] μέσω της συνήθειας να διαβάζει το κοινό δημοσιεύσεις υπέρ ενός προσώπου. Ο Τραμπ χρησιμοποίησε το Twitter ως κεντρικό μέσο επικοινωνίας σε αυτές τις εκλογές και οι ψηφοφόροι έδωσαν προσοχή».
Ο Γούλι επισημαίνει επίσης τη χρήση των bots σε αυτού του είδους τα φαινόμενα. «Τα bots πολλαπλασιάζουν μαζικά την ικανότητα ενός ατόμου να χειραγωγήσει την κοινή γνώμη. Φανταστείτε τον ενοχλητικό φίλο σας στο Facebook, ο οποίος μπλέκεται πάντα σε πολιτικές διαμάχες. Φανταστείτε τώρα να υπήρχε ένας «στρατός» 5.000 bots που θα έκαναν ακριβώς το ίδιο. Δεν θα ήταν αυτό πολύ χειρότερο;».
Στην έρευνα γίνεται εκτενής αναφορά στη Ρωσία, καθώς η χώρα «χρησιμοποιεί τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με σκοπό να διατηρεί τη σταθερότητα του κυβερνητικού καθεστώτος και να το «προφυλάσσει» τόσο από εσωτερικούς όσο και από εξωτερικούς κινδύνους». «Στην περίπτωση της Ρωσίας δεν χρειάζεται παρά μόνο να δούμε πώς ένα ιδιαίτερα ισχυρό απολυταρχικό καθεστώς χρησιμοποιεί τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να ελέγχει τους ανθρώπους» επισημαίνει ο Γούλι.
Όσον αφορά στη στάση των ίδιων των εταιρειών του χώρου των social media, στην έρευνα σημειώνεται πως διαφαίνεται μια έλλειψη ενδιαφέροντος – είτε αναθέτοντας τη δουλειά της αντιμετώπισης προπαγάνδας σε «τρίτους»/ εξωτερικούς φορείς, όπως κάνει το Facebook, είτε όπως το Twitter που χρησιμοποιεί συστήματα anti-bot, τα οποία είναι μεν αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση ψεύτικων λογαριασμών που επιδίδονται σε δραστηριότητα «εμπορικού» τύπου, με στόχο οικονομικά οφέλη, αλλά όχι ιδιαίτερα σε αυτούς που έχουν πολιτικό πρόσημο. «Ως επί το πλείστον, αφήνουν τις κοινότητες των χρηστών να αυτοελέγχονται και να υποδεικνύουν λογαριασμούς».
Συνεπώς, παρατηρείται ότι ενώ τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπήκαν δυναμικά, σχεδόν σαρωτικά, στο χώρο της ενημέρωσης, φαίνεται πως πλέον αυξάνονται εκείνοι που τα αντιμετωπίζουν με ιδιαίτερο σκεπτικισμό. Η τεράστια δυνατότητα που δίνεται στον καθένα να συμμετάσχει στην παραγωγή περιεχομένου, γέννησε τις ψευδείς ειδήσεις και αυτό από μόνο του αποτελεί σοβαρό πλήγμα στα μέχρι χθες ακατανίκητα κοινωνικά μέσα. Ίσως αυτή η άνευ ορίων ελευθερία στην παραγωγή ειδήσεων να γύρισε τελικά μπούμερανγκ.
Σημειώσεις:
[1] Reuters Institute Digital News Report 2017, (https://reutersinstitute.politics.ox.ac.uk/sites/default/files/Digital%20News%20Report%202017%20web_0.pdf)
[2] Oxford Internet Institute, University of Oxford: Computational Propaganda WorldWide,
(http://comprop.oii.ox.ac.uk/2017/06/19/computational-propaganda-worldwide-executive-summary/)
[3] The Guardian (2017), «Facebook and Twitter are being used to manipulate public opinion – report», (https://www.theguardian.com/technology/2017/jun/19/social-media-proganda-manipulating-public-opinion-bots-accounts-facebook-twitter)
Βιβλιογραφικές Αναφορές
Reuters Institute Digital News Report 2017 https://reutersinstitute.politics.ox.ac.uk/sites/default/files/Digital%20News%20Report%202017%20web_0.pdf
Oxford Internet Institute, University of Oxford: Computational Propaganda WorldWide http://comprop.oii.ox.ac.uk/2017/06/19/computational-propaganda-worldwide-executive-summary/
The Guardian (2017): «Facebook and Twitter are being used to manipulate public opinion – report», https://www.theguardian.com/technology/2017/jun/19/social-media-proganda-manipulating-public-opinion-bots-accounts-facebook-twitter
Siapera E. (2012). «Forms of Online Journalism and Politics», σ.155-175. Στο Siapera E. and Veglis A. (επιμ.) «The Handbook of Global Online Journalism», West Sussex: Wiley-Blackwell, Inc.
Jenkins, H., 2006. «Convergence Culture», New York University Press.
Gowing N. (2009). «Skyful of lies and black swans: The new tyranny of shifting information power in crisis». Oxford: Reuters Institute for the Study of Journalism, Challenges Papers.
Meyer P. (2009). «The Vanishing Newspaper: Saving Journalism in the Information Age», 2nd edition, Columbus, MO: University of Missouri.
Hermida A. (2012). «Social Journalism: Exploring How Social Media is Shaping Journalism» σ.309-328. Στο Siapera E. and Veglis A. (επιμ.) «The Handbook of Global Online Journalism», West Sussex: Wiley-Blackwell, Inc.