Της Σόνιας Χαϊμαντά

Μεγάλες αλλαγές στη νομοθεσία που διέπει τη λειτουργία των μέσων ενημέρωσης ετοιμάζει η κυβέρνηση με τη συνδρομή τουλάχιστον τριών υπουργών: Tου υφυπουργού στον πρωθυπουργό, αρμόδιου για τα Μέσα, Στ. Πέτσα, του υπουργού Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Κ. Πιερρακάκη και του υπουργού Οικονομικών, Χρ. Σταϊκούρα.
Η νομοθετική επικαιροποίηση κρίνεται επιβεβλημένη από την κυβέρνηση προκειμένου αφενός να προσαρμοστεί η νομοθεσία στο πνεύμα και γράμμα της αντίστοιχης ευρωπαϊκής και στα νέα ψηφιακά δεδομένα, την ίδια στιγμή που θα πρέπει να ικανοποιηθούν μια σειρά από επίμονα αιτήματα που σχετίζονται με κενά, στρεβλώσεις και αδικίες σε θέματα φορολόγησης και διαφήμισης.
Πιο συγκεκριμένα, η κυβέρνηση προσανατολίζεται στην κατάργηση του νόμου 2328/95 (Βενιζέλου) με τις δεκάδες τροποποιήσεις του στα 25 χρόνια που μεσολάβησαν και την αντικατάστασή του από έναν νόμο – «ομπρέλα» που θα αντικαταστήσει το απαρχαιωμένο νομοθετικό συνονθύλευμα για τη λειτουργία των ΜΜΕ και της Διαφήμισης, με «σημαία» τη διαφάνεια και την εύρυθμη λειτουργία των μίντια στο σύγχρονο ψηφιακό περιβάλλον.
Ο νόμος για τις τηλεοπτικές άδειες

Παράλληλα το δρόμο της αναμόρφωσης έχει πάρει και το νομοθέτημα Παππά για την αδειοδότηση των τηλεοπτικών καναλιών εθνικής και περιφερειακής εμβέλειας με την παράλληλη έναρξη της διαδικασίας προκήρυξης θεματικών τηλεοπτικών σταθμών. Στις προθέσεις της κυβέρνησης περιλαμβάνεται και η αλλαγή της νομοθεσίας για τη φορολόγηση των ΜΜΕ, στα οποία θα ενταχθούν και τα διαδικτυακά (online) μέσα, με ιδιαίτερη σπουδή του νομοθέτη να βρεθεί λύση για την επιβολή φόρου στις μεγάλες πλατφόρμες (Google, Netflix, YouTube, Facebook κ.ά.).
Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι οι καναλάρχες δια της Ένωσης Ιδιωτικών Τηλεοπτικών Σταθμών Εθνικής Εμβέλειας (ΕΙΤΗΣΕΕ) ζητούν να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με την κεντρική διοίκηση προκειμένου, μεταξύ άλλων, να πείσουν τον αρμόδιο υπουργό να προβεί σε αλλαγές στα σημεία του νόμου Παππά περί αδειοδοτήσεων και χρήσης αδειών. Τα αιτήματα εστιάζουν τόσο σε οικονομικά και θεσμικά ζητήματα όσο και πρακτικά – λειτουργικά:
α. Μείωση ή και κατάργηση της ετήσιας δόσης των 3,5 εκατ. ευρώ (για μια 10ετία) εξαιτίας της πτώσης της δαπάνης ένεκα του Κορωνοϊού, κατά 150 εκατομμύρια ευρώ συνολικά για τους ιδιωτικούς τηλεοπτικούς σταθμούς.
β. Προσμέτρηση των θυγατρικών των αδειοδοτημένων τηλεοπτικών σταθμών στο όριο που θέτει ο νόμος περί τουλάχιστον 400 εργαζομένους ως όρο για τη λειτουργία τους. Μια εναλλακτική πολύ κοντά στο ζητούμενο είναι να συμπληρώνουν τον αριθμό των 400 εργαζομένων οι «προστιθέμενοι» συνεργάτες σε εξωτερικές παραγωγές στον τομέα της Ψυχαγωγίας.
Φόρος στις πλατφόρμες
Σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες αποτελεί η φορολόγηση ξένων πλατφορμών (που πληρώνουν μόνο ΦΠΑ) η οποία θεωρείται επιβεβλημένη, δεδομένου ότι οι τηλεοπτικοί σταθμοί έχουν να μοιραστούν πλέον μόλις 280 εκατομμύρια ευρώ διαφημιστικά έσοδα και μικρότερο κομμάτι από την «πίτα» της τηλεοπτικής ψυχαγωγίας, ήτοι το 65% της τηλεθέασης. Το υπόλοιπο 35% μοιράζονται οι ελληνικές συνδρομητικές πλατφόρμες (Nova, Cosmote), οι ξένες (Netflix, Apple, Disney+) και το video (σύνολο 25%) και φυσικά η ΕΡΤ (10%).
Το Netflix (με 200.000 συνδρομητές και 650.000 κωδικούς χρηστών) εκτιμάται ότι εισπράττει στην Ελλάδα περί τα 25 εκατομμύρια ευρώ ετησίως ενώ άλλα 280 εκατ. ευρώ εισπράττουν, όπως αναφέραμε παραπάνω, οι υπόλοιπες ξένες πλατφόρμες, σε αντίθεση με τις συνδρομητικές πλατφόρμες Nova και Cosmote TV, που είναι επιβαρυμένες και με τον ειδικό φόρο συνδρομητικής τηλεόρασης ύψους 10% και τον φόρο στις υπηρεσίες internet και κινητής τηλεφωνίας – 5%.
Την ίδια στιγμή υπάρχει μεγάλη ανισότητα μεταξύ φορολογούμενων Ελλήνων digital publishers που απορροφούν διαφημιστικά έσοδα της τάξεως των 61 εκατ. ευρώ ετησίως με τις πλατφόρμες να εισπράττουν από διαφημίσεις στην Ελλάδα περί τα 220 εκατ. ευρώ συνολικά σε ετήσια βάση.
Ένα πρώτο βήμα για τη θεσμοθέτηση υποχρεώσεων, στα πρότυπα της συνδρομητικής τηλεόρασης, για τις νέες πλατφόρμες συνεχούς ροής περιεχομένου, όπως το Netflix, η Amazon, η Disney+, γίνεται με την ενσωμάτωση της Κοινοτικής Οδηγίας που αφορά τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, η οποία θα βρίσκεται σε δημόσια διαβούλευση μέχρι τις 17 Ιουλίου. Στο άρθρο 13 του σχεδίου νόμου υπάρχει πρόβλεψη για τη «διάθεση υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών από τρίτους, οι οποίοι, αν και δεν διαθέτουν δική τους υποδομή ηλεκτρονικών επικοινωνιών, παρέχουν υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, υπό διαφορετικό όμως εμπορικό σήμα και επιχειρηματική οργάνωση, βασιζόμενοι στην υποδομή άλλων προσώπων». Πρακτικά αυτό σημαίνει πως οι εταιρείες που προσφέρουν υπηρεσίες Over The Top (OTT), όπως είναι το Netflix και η Amazon, θεωρούνται πάροχοι ηλεκτρονικών επικοινωνιών και, άρα, υπόκεινται στις δεσμεύσεις και τις υποχρεώσεις έκδοσης γενικής άδειας αλλά τον έλεγχο της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών (ΕΕΤΤ) η οποία έχει και την αρμοδιότητα εκχώρησης συχνοτήτων με απόφαση του υπουργού Ψηφιακής Διακυβέρνησης.
Το γαλλικό παράδειγμα
Θυμίζουμε ότι πριν από έναν ακριβώς χρόνο, το Γαλλικό κοινοβούλιο ενέκρινε τη φορολόγηση των ξένων πλατφορμών όπως η Apple με κέρδη άνω των 750 εκατομμυρίων δολαρίων εκ των οποίων τουλάχιστον τα 28 εκατομμύρια δολάρια προέρχονται από την αγορά της Γαλλίας.
Στο φόρο αυτό εμπίπτουν εταιρείες όπως Alphabet, Facebook, Microsoft και Amazon. Σύμφωνα με τη νομοθεσία, αυτές οι τεχνολογικές εταιρείες θα καταβάλουν ένα 3% του συνόλου των πωλήσεων τους στη χώρα ως φόρο. Είναι επίσης σημαντικό πως αυτό το ποσοστό αφορά τις πωλήσεις και όχι τα κέρδη τους. Η Γαλλική κυβέρνηση υπολογίζει πως με την εφαρμογή αυτού του φόρου θα βάλει στα ταμία της περισσότερα από 400 εκατομμύρια σε ετήσια βάση.
Ταμείο Τύπου
Η Ομοσπονδία Δημοσιογράφων επανέρχεται, με αφορμή την καμπάνια για την COVID-19, με το πακέτο μέτρων ενίσχυσης του έντυπου Τύπου, ζητώντας την «ίδρυση και λειτουργία ενός Ταμείου Τύπου». Προσθέτει πως θα πρέπει να μετέχουν εκπρόσωποι της ΠΟΕΣΥ και των συνδικαλιστικών ενώσεων και σκοπός του να είναι η ενίσχυση των ΜΜΕ, όχι μόνο κατά την περίοδο κρίσεων.
Προτείνει μάλιστα και τα εξής:
- Τα έσοδα του να προέρχονται από τον προτεινόμενο φόρο για τους κολοσσούς του διαδικτύου, τα μέλη της GAFAM, αλλά και τα 4 εκατ. ευρώ που προβλέπονταν στην απόφαση της προηγούμενης κυβέρνησης.
- Η στήριξη και επιδότηση των εκδοτικών επιχειρήσεων να γίνεται με ρήτρες τη διατήρηση της απασχόλησης και τη μισθολογική, ασφαλιστική ενημερότητα.
- Να υπάρχουν προγράμματα χρηματοδότησης – ενίσχυσης εφημερίδων με κριτήρια την πολυφωνία και τον πλουραλισμό καθώς και άμεση στήριξη περιφερειακών εκδόσεων.
- Η στήριξη να δίνεται μόνο σε όσους δεν έχουν προχωρήσει σε απολύσεις και σε όσους τηρούν τον κώδικα δεοντολογίας. Τέλος, οι εφημερίδες που θα λαμβάνουν στήριξη να μην μπορούν για πέντε χρόνια να περικόπτουν θέσεις εργασίας και μισθούς.
Νόμος για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης
Παράλληλα είναι ανοικτό το ενδεχόμενο σύνταξης νόμου για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης από την κυβέρνηση. Το πεδίο εφαρμογής του υπό διαμόρφωση νόμου είναι η υποχρέωση της Ελλάδας για ενσωμάτωση της Οδηγίας 1808/2018. Σε αυτή προβλέπεται πως οι υπηρεσίες μέσων κοινωνικής δικτύωσης θα πρέπει να συμπεριληφθούν στην Οδηγία 2010/12/ΕΕ, ώστε να προστατεύονται οι ανήλικοι από επιβλαβές περιεχόμενο, όπως η υποκίνηση βίας, μίσους και τρομοκρατίας.
Η οδηγία για τα Πνευματικά Δικαιώματα

Στο «γήπεδο» των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης βρίσκεται πλέον η μπάλα της οδηγίας για το copyright στο Διαδίκτυο, 10 μόλις μήνες πριν την εκπνοή της προθεσμίας που έδωσε στις εθνικές κυβερνήσεις η Επιτροπή τον Απρίλιο του 2019 προκειμένου να ενταχθεί η νομοθεσία στα εσωτερικά δίκαια των χωρών της Ε.Ε. Αν και η σχετική αρθογραφία για το θέμα των πνευματικών δικαιωμάτων στο ψηφιακό περιβάλλον έχει περιοριστεί, στην πραγματικότητα τόσο στο θεσμικό προσκήνιο της Ε.Ε. όσο και στο παρασκήνιο των επιμέρους κυβερνήσεων, μαίνεται ένας πόλεμος συμφερόντων που φαίνεται μάλλον απίθανο να εκτονωθεί.
Σχεδόν 15 μήνες μετά την ψήφιση της Οδηγίας, τα μέτωπα δείχνουν να πολλαπλασιάζονται ενώ το αρχικό δίπολο των κύριων αντιπάλων (Ε.Ε. vs Διεθνείς πλατφόρμες), έχει πολυκερματιστεί εντός και εκτός των συνόρων των 26 κρατών μελών. Θυμίζουμε ότι τον Απρίλιο του 2019, η νομοθεσία της Ε.Ε. για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στο Διαδίκτυο, αναμορφώθηκε σε κλίμα έντονης διαμαρτυρίας και με μικρή πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο της Ε.Ε. Βέβαια σήμερα η Γερμανία εξακολουθεί να εργάζεται για την εφαρμογή της οδηγίας στην πράξη ωστόσο διάφορες ισχυρές ομάδες της Κοινωνίας των Πολιτών ετοιμάζονται να καταπολεμήσουν το νομοθέτημα στα δικαστήρια. Δεν πρόκειται φυσικά για μια αιφνίδια ανατροπή, καθώς οι ίδιοι κύκλοι είχαν ζητήσει επίμονα προ 15 μηνών να συζητηθεί το θέμα στην τηλεόραση και μάλιστα σε ώρες prime time.
Είναι οι εκπρόσωποι των ίδιων ομάδων που ξεχύθηκαν διαμαρτυρόμενοι στους δρόμους στις 23 Μαρτίου του περασμένου έτους, όταν περισσότεροι από 170.000 άνθρωποι διαδήλωσαν κατά της μεταρρύθμισης σε ολόκληρη την Ευρώπη, με το σύνθημα «Σώστε το Διαδίκτυό σας». Παρ’ όλα αυτά, η οδηγία υιοθετήθηκε, μαζί με το άρθρο 13 (σημερινό 17), το μεγαλύτερο αγκάθι της οδηγίας με τους εμπνευστές της να προβάλουν ως επιχείρημα ότι σταματά την κλοπή περιεχομένου. «Όποιος δημιουργεί κάτι θα πρέπει να πληρωθεί δίκαια γι’ αυτό» ήταν το κεντρικό μότο των συντακτών της οδηγίας και της επίμαχης διάταξης.
Στην ουσία το άρθρο 17 καθιστά τις πλατφόρμες (YouTube, Facebook κ.λπ.) υπεύθυνες για τους χρήστες που ανεβάζουν «κλεμμένο» περιεχόμενο. Ο φόβος της λογοκρισίας παραμένει ωστόσο ζωντανός καθώς η Οδηγία για τα πνευματικά δικαιώματα οδεύει προς το τελευταίο στάδιό της. Δεν είναι τυχαίο που η ώριμη ψηφιακά Πολωνία διεμήνυσε δια του αρμόδιου υπουργού της ότι είναι πιθανό η «λογοκρισία του Διαδικτύου» να είναι το άμεσο αποτέλεσμα των νέων κανόνων της Ε.Ε. για την προστασία των Πνευματικών Δικαιωμάτων.
Οι υπουργοί αρκετών κυβερνήσεων διατυπώνουν τις ενστάσεις τους για την Οδηγία στα εθνικά Κοινοβούλια και ο ένας μετά τον άλλον εκφράζουν αντιρρήσεις, στο δρόμο για την πλήρη ενσωμάτωσή της. Βεβαίως αναγνωρίζουν ότι ένα τεράστιο υλικό μεγάλων διαστάσεων όπως remixes, top ten βίντεο, αναλύσεις ταινιών, content των aggregators, χρησιμοποιούν περιεχόμενο χωρίς να πληρώνουν για τα δικαιώματα. Επομένως, εάν οι πλατφόρμες μπορούν να τιμωρηθούν για αυτό, πρέπει να αποτραπεί η εκμετάλλευση σχετικού περιεχομένου. Αλλά πώς; Μόνο στο YouTube, φορτώνονται καθημερινά περισσότερες από 300 ώρες βίντεο και για να πραγματοποιήσει μια κυβέρνηση ή ένας οργανισμός ένα σωστό monitoring και audit για όλα αυτά, θα απαιτούσε λεγεώνες των εργαζομένων.
Το μεγάλο πρόβλημα είναι με ποιόν τρόπο θα δοθεί η δυνατότητα αυτόματης σάρωσης περιεχομένου με χρήση ειδικού λογισμικού για τον προσδιορισμό του κλεμμένου υλικού και την αποτροπή των επαανα-φορτώσεων.