Η δημοσιογραφία ως ένα επισφαλές επάγγελμα ρουτίνας

Αχιλλέας Καραδημητρίου & Christian Ruggiero

Η ποιότητα και η ικανοποίηση από τη δημοσιογραφική εργασία φαίνεται να κλυδωνίζονται σε καθεμία από τις 18 χώρες που συμμετέχουν στο ερευνητικό πρόγραμμα «Media for Democracy Monitor 2020». Η αβεβαιότητα που κυριαρχεί στον τομέα των μέσων ενημέρωσης οδηγεί σε ανησυχητική μείωση τoυ αισθήματος ασφάλειας-σιγουριάς στο πλαίσιο του δημοσιογραφικού επαγγέλματος σε πολλές χώρες.

Ο επαγγελματισμός στη δημοσιογραφία και η εξασφάλιση της δημοσιογραφικής εργασίας βρίσκονται επί του παρόντος σε ρευστή κατάσταση σε διάφορες μιντιακές αγορές. Δύο σημαντικές τάσεις έχουν αναδυθεί, που χαρακτηρίζονται από διαφορετικούς βαθμούς έντασης και επιρροής στον τομέα της δημοσιογραφίας: η ολοένα και πιο κοινή χρήση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και η αλλαγή ηλικιακών γενεών στις αίθουσες σύνταξης (newsrooms), με στόχο κυρίως την εξοικονόμηση πόρων σε περιόδους κρίσης.

Αυτό είναι ένα από τα βασικά ευρήματα που προκύπτουν από την έρευνα που διεξήχθη το πρώτο εξάμηνο του 2020 στο πλαίσιο του προγράμματος «Media for Democracy Monitor 2020» υπό την αιγίδα της ερευνητικής ομάδας Euromedia Research Group σε δεκαοκτώ χώρες του κόσμου (http://euromediagroup.org/mdm/).[1]

Αν και η δημοσιογραφία έχει παραδοσιακά γίνει αντιληπτή ως ένα «ανοιχτό» επάγγελμα, στις περισσότερες χώρες ένα σημαντικό ποσοστό δημοσιογράφων είναι άτομα με υψηλό μορφωτικό επίπεδο, κατέχουν πανεπιστημιακό τίτλο σπουδών, όχι απαραίτητα στο γνωστικό αντικείμενο των μέσων ενημέρωσης ή της δημοσιογραφίας. Ωστόσο, η ποιότητα και η ικανοποίηση από τη δημοσιογραφική εργασία φαίνεται να διακυβεύονται, σχηματίζοντας μία μορφή παθογένειας που μπορεί να αποδοθεί σε μια σειρά παραγόντων όπως είναι:

• Ο αυξανόμενος φόρτος εργασίας (π.χ. στην Αυστρία, όπου, σε σύγκριση με τα πρώτα αποτελέσματα της έρευνας, η ικανοποίηση από τη δημοσιογραφική εργασία μειώθηκε σημαντικά, παρομοίως και στη Φινλανδία, όπου αυξάνεται το χάσμα μεταξύ ποιοτικής ενημέρωσης και αυξανόμενης δημοσιογραφικής εργασίας εν είδει ρουτίνας).

• Οι δυσμενείς συνθήκες εργασίας (συμπεριλαμβανομένων των πολύ χαμηλών μισθών, που υπογραμμίζονται στη σχετική έκθεση της Πορτογαλίας, ή ακόμα και σημαντικές απογοητευτικές επιπτώσεις στην επιτέλεση της «αυθεντικής» δημοσιογραφίας, όπως έχει καταγραφεί στο Ηνωμένο Βασίλειο).

• Η έλλειψη προσωπικού (στοιχείο που θεωρείται ότι δρα ανασταλτικά σε σημαντικό βαθμό ως προς τη δυνατότητα των Ισλανδών, για παράδειγμα, δημοσιογράφων για επιτέλεση «δημοσιογραφίας υψηλού επιπέδου»).

• Οι περιορισμένοι πόροι (π.χ. στην Ελλάδα, όπου επισημαίνεται η οικονομική κατάρρευση της αγοράς των μέσων ενημέρωσης καθώς και η κατάρρευση των εργασιακών δικαιωμάτων των δημοσιογράφων, αντιστοίχως και στο Βέλγιο, όπου τα τρία τέταρτα των Φλαμανδών δημοσιογράφων δηλώνουν ότι δεν υπάρχουν χρήματα και χρόνος για διεξαγωγή εις βάθος δημοσιογραφικής έρευνας).

Τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά συνθέτουν μια εικόνα ενός επισφαλούς επαγγέλματος ρουτίνας μακριά από τον στόχο της ποιοτικής ή της υψηλής κλάσης δημοσιογραφίας. Μια ξεχωριστή εξαίρεση φαίνεται να είναι η δημοσιογραφία στις Κάτω Χώρες όπου, παρά τα τρωτά σημεία που καταγράφονται σε τοπικό επίπεδο, το επάγγελμα θεωρείται ότι διανύει την καλύτερη φάση του.

Αντίθετα, σε πολλές χώρες, η αβεβαιότητα που κυριαρχεί στον τομέα των μέσων ενημέρωσης καθώς και η μείωση της εργασιακής ασφάλειας αντικατοπτρίζονται σαφώς σε φαινόμενα όπως είναι:

  • Η άνοδος των προσωρινά απασχολούμενων δημοσιογράφων (δημιουργώντας ένα ιδιαίτερα σοβαρό φαινόμενο σε χώρες όπως η Ισλανδία, όπου εγγυάται μικρή προστασία για τους δημοσιογράφους σε περίπτωση απόλυσης ή καταγγελίας της σύμβασης εργασίας τους που μπορεί να προκύψει από αλλαγές σε επίπεδο ιδιοκτησίας ή από μετατοπίσεις στον πολιτικό προσανατολισμό του μέσου, ή παρομοίως στην Ιταλία, όπου οι ευρέως χρησιμοποιούμενες ορισμένου χρόνου μορφές εργασίας καθορίζουν την άνοδο μιας νέας γενιάς «αναβατών της πληροφορίας» -“information riders”-, στην πραγματικότητα πρόκειται για μη αναγνωρισμένες τοποθετήσεις προσωπικού).
  • Η προφανής κλίση του μιντιακού πεδίου προς τους ελεύθερους επαγγελματίες (η «φωτεινή πλευρά» των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, που χρησιμοποιούνται ευρέως σε χώρες όπως η Αυστραλία, η Γερμανία, η Ολλανδία ως συμβατική μορφή εργασιακής σχέσης, ικανή να προσφέρει ευκαιρίες στους νέους και να συμβάλλει στην εργασιακή ασφάλεια, για την οποία γίνονται μεγάλοι αγώνες).
  • Η πολιτική αντικατάστασης των έμπειρων δημοσιογράφων από νεότερους (π.χ. στο Χονγκ Κονγκ, στην Ελλάδα), οι οποίοι “κοστίζουν” λιγότερο στους οργανισμούς των μέσων ενημέρωσης και ταυτόχρονα είναι πιο εξοικειωμένοι με τις νέες τεχνολογίες.

Αξιοσημείωτη εξαίρεση αποτελεί η Αυστρία, όπου, παρά την ύπαρξη χαμηλών πόρων και την ταυτόχρονα υψηλή πίεση που επικρατεί στην αίθουσα σύνταξης (newsroom), οι δημοσιογράφοι απολαμβάνουν ένα υψηλό επίπεδο εργασιακής ασφάλειας.

…………………………………………………………………………………………………………..

Για περαιτέρω πληροφορίες απευθυνθείτε:

  • στον Δρ Αχιλλέα Καραδημητρίου (akaradim@media.uoa.gr – Διδάσκοντα του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών), ή / και
  • στον Δρ Christian Ruggiero (christian.ruggiero@uniroma1.it – Αναπληρωτή Καθηγητή στο Sapienza University of Rome). 

Το πλήρες κείμενο της σχετικής έκθεσης με πληροφορίες ανά χώρα είναι διαθέσιμο ΕΔΩ

Το Media for Democracy Monitor 2020 (MDM) είναι ένα διαχρονικό ερευνητικό έργο για τη λειτουργία των μέσων ενημέρωσης σε σχέση με τη δημοκρατία. Το 2011, ερευνητές από το πεδίο της επικοινωνίας και πολιτικοί επιστήμονες από 10 χώρες παρουσίασαν μια επικαιροποιημένη έκθεση, βασισμένη σε σχετικές μεταβλητές που ερευνήθηκαν από εθνικούς εμπειρογνώμονες. Τα αποτελέσματα έχουν δημοσιευτεί από τον εκδοτικό οίκο Nordicom (βιβλίο ελεύθερης/ανοικτής πρόσβασης), καθώς και στον ιστότοπο της ερευνητικής ομάδας του Euromedia Research Group. Το 2020, εμπειρογνώμονες από 18 χώρες εφάρμοσαν τις μεταβλητές του ερευνητικού έργου MDM στο εθνικό τους επικοινωνιακό πεδίο, παρέχοντας πληροφορίες για την ανάπτυξη της απόδοσης των μέσων ενημέρωσης σε σχέση με τη δημοκρατία κατά τη δεκαετία της ψηφιοποίησης των μέσων (2010 έως 2019). Τα πλήρη αποτελέσματα θα δημοσιευθούν στις αρχές του 2021. Το ερευνητικό πρόγραμμα υποστηρίζεται από Το Ταμείο Ολλανδικής Δημοσιογραφίας.

Το Euromedia Research Group είναι ο ακαδημαϊκός φορέας που φιλοξενεί το ερευνητικό έργο Media for Democracy Monitor 2020 (MDM), το οποίο συντονίζει και διαχειρίζεται ο Josef Trappel (josef.trappel@sbg.ac.at), Καθηγητής Πολιτικής και Οικονομικών των Μέσων Ενημέρωσης (Media Policy and Media Economics) στο Πανεπιστήμιο του Σάλτσμπουργκ.


[1] Οι συμμετέχουσες χώρες στο ερευνητικό πρόγραμμα με τίτλο «Media for Democracy Monitor 2020» είναι οι εξής: Αυστραλία, Αυστρία, Βέλγιο (Φλάνδρα), Καναδάς, Χιλή, Δανία, Φινλανδία, Γερμανία, Ελλάδα, Χονγκ Κονγκ, Ισλανδία, Ιταλία, Ολλανδία, Πορτογαλία, Νότια Κορέα, Σουηδία, Ελβετία, Ηνωμένο Βασίλειο.